Adj. (37) |
Adj. (0) |
bombig (ugs.) Adj.(0) |
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ξέρεις, ήμουν καταπληκτικός χθες το βράδυ, έτσι; | Je weet, Ik was fantastisch vannacht, niet waar? Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
καταπληκτικός -ή -ό [katapdivktikós] : που οι ιδιότητές του, τα χαρακτηριστικά του είναι τόσο ασυνήθιστα, κατά κανόνα εξαιρετικά και τέλεια, ώστε να προξενεί κατάπληξη, μεγάλη εντύπωση και θαυμασμό: Έδειξε καταπληκτική αντοχή στο κρύο και στην πείνα. H καταπληκτική περιπέτεια της κατάκτησης του διαστήματος. Στον αιώνα μας έγιναν καταπληκτικές εφευρέσεις. || (επιτατικά) πάρα πολύ καλός ή μεγάλος: Είναι ένας καταπληκτικός -ή -ό άνθρωπος / δάσκαλος. Διάβασα ένα καταπληκτικό βιβλίο. Aγόρασε ένα σπίτι με καταπληκτική θέα. Έχει ένα θράσος καταπληκτικό.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.