Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
καταναλωτικός -ή -ό [katanalotikós] : που έχει σχέση με την κατανάλωση: καταναλωτικός -ή -ό συνεταιρισμός, που ασχολείται με την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών για τα μέλη του. Kαταναλωτικό κοινό, το σύνολο των καταναλωτών. Έρευνα για τις καταναλωτικές προτιμήσεις του κοινού. Kαταναλωτική κοινωνία, τύπος κοινωνίας, στα βιομηχανικά προηγμένα κράτη, στην οποία δημιουργούνται μέσο της διαφήμισης πλασματικές ανάγκες και έτσι οι πολίτες ωθούνται στην όλο και μεγαλύτερη κατανάλωση οικονομικών αγαθών. Στη διαφήμιση η γυναίκα παρουσιάζεται συχνά σαν καταναλωτικό είδος. Kαταναλωτική μανία. || που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: Kαταναλωτικά αγαθά.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.