καραμέλα italienisch caramella mittellateinisch cannamelis παραφθορά της lateinischς calamellus υποκοριστικό του calamus altgriechisch κάλαμος (αντιδάνειο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το προϊόν γεμίζεται με καραμέλες. | Das Erzeugnis ist dafür bestimmt, mit Süßigkeiten gefüllt zu werden. Übersetzung bestätigt |
Με κίνηση του ενός χεριού, οι καραμέλες εξέρχονται από ένα στρογγυλό άνοιγμα που υπάρχει στο σώμα. | Wird ein Arm bewegt, fallen die Süßigkeiten aus einer runden Öffnung im Korpus heraus. Übersetzung bestätigt |
Ο διανεμητής από πλαστική ύλη για καραμέλες δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά παιχνιδιού, διότι απλώς διανέμει καραμέλες και δεν έχει καθαυτού πραγματική αξία παιχνιδιού. | Der Kunststoffspender für Süßigkeiten weist nicht die Merkmale eines Spielzeugs auf, weil er lediglich dazu dient, Süßigkeiten auszugeben, und damit kein Spielwert verbunden ist. Übersetzung bestätigt |
Το συγκεκριμένο προϊόν, που χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει καραμέλες, έχει χρηστική λειτουργία υπό την έννοια της σημείωσης 1 (υ) του κεφαλαίου 95, οπότε πρέπει να καταταγεί με βάση τη συστατική του ύλη στον κωδικό ΣΟ 39269097. | Dieses Erzeugnis, das zur Aufbewahrung von Süßigkeiten dient, hat einen Gebrauchswert im Sinne der Anmerkung 1 Buchstabe v zu Kapitel 95 und ist daher nach seiner stofflichen Beschaffenheit in den KN-Code 39269097 einzureihen. Übersetzung bestätigt |
Κούκλα από πλαστική ύλη, με αρθρωτά μέλη, ύψους 140 mm, της οποίας το άνω μέρος, που είναι κατασκευασμένο από διάφανη πλαστική ύλη, πληρούται με περίπου 10 g μικρές καραμέλες που περιέχουν σακχαρόζη και μπορούν να αφαιρούνται από άνοιγμα που βρίσκεται κάτω από την πόρπη της ζώνης της κούκλας. | Eine Kunststoffpuppe mit beweglichen Gliedmaßen, 140 mm groß, deren Oberkörper aus durchsichtigem Kunststoff besteht und mit etwa 10 g kleiner Saccharose enthaltender Süßigkeiten gefüllt ist, die durch eine Öffnung unter der Gürtelschnalle der Puppe entnommen werden können. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
καραμέλα βουτύρου |
καραμέλα για το βήχα |
καραμέλα η [karaméla] : 1α. είδος μικρού ζαχαρωτού από στερεοποιημένο, αρωματισμένο και χρωματισμένο σιρόπι, που συνήθ. δεν το μασούν αλλά το λιώνουν σιγά σιγά μέσα στο στόμα: καραμέλα λεμόνι / φράουλα / γάλακτος. Kαραμέλες για το λαιμό, που ανακουφίζουν τον ερεθισμό του λαιμού. Είναι γλυκός / γλυκιά σαν καραμέλα, για κτ. που έχει πολύ γλυκιά γεύση ή για κπ. που είναι πολύ χαριτωμένος ή συμπαθητικός. || ζάχαρη σε μορφή κύβου. β. πυκνό σιρόπι από καμένη ζάχαρη, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.