καπέλο italienisch cappello spätlateinisch cappellus, υποκοριστικό τής lateinisch cappa caput indoeuropäisch (Wurzel) *kauput-, *káput (κεφάλι)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ενδύματα και συμπληρώματα του ενδύματος, από γουνοδέρματα (εξαιρούνται καπέλα και καλύμματα κεφαλής) | Bekleidung und Bekleidungszubehör aus Pelzfellen (ohne Hüte und andere Kopfbedeckungen) Übersetzung bestätigt |
Άλλα καπέλα και άλλα καλύμματα κεφαλής, π.δ.κ.α. | Hüte und andere Kopfbedeckungen aus anderen Stoffen, auch ausgestattet Übersetzung bestätigt |
ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, περούκες, καπέλα, πάνες και άλλα είδη υγιεινής, υπνόσακους, | Kleidung, Bettwäsche, Handtücher, Haarteile, Perücken, Hüte, Windeln und sonstige Toilettenartikel, Schlafsäcke, Übersetzung bestätigt |
ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, περούκες, καπέλα, πάνες και άλλα είδη υγιεινής, υπνόσακοι, | kleidung, Bettwäsche, Handtücher, Haarteile, Perücken, Hüte, Windeln und sonstige Toilettenartikel, Schlafsäcke, Übersetzung bestätigt |
Άλλα καπέλα και καλύμματα κεφαλής, έστω και στολισμένα | Andere Hüte und Kopfbedeckungen, auch ausgestattet Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
καπέλο το [kapélo] : 1α. κάλυμμα του κεφαλιού με σταθερό ημισφαι ρικό σχήμα ώστε να προσαρμόζεται στις διαστάσεις του κεφαλιού: Aντρι κό / γυναικείο / παιδικό καπέλο. καπέλο από δέρμα / ύφασμα. Ψάθινο / γούνινο καπέλο. καπέλο με στενό γύρο / μπορ. καπέλο με πλατύ γύρο, πλατύγυρο. καπέλο με γείσο. Ο θόλος / ο τεπές του καπέλου. Στρατιωτικό / ναυτικό καπέλο. Ψηλό / ημίψηλο καπέλο. Bγάζω σε κπ. το καπέλο, για άντρα που αφαιρεί το καπέλο του, όταν χαιρετάει κπ. και ως ΦΡ, αναγνωρίζω την υπεροχή του ή την ορθότητα μιας ενέργειάς του ή εκδηλώνω το μεγάλο σεβασμό μου. ΦΡ βάζω / φοράω στραβά* το καπέλο μου / το καπελάκι μου (και φεύγω). γούστο* μου (και) καπέλο μου! αυτό είναι άλλο καπέλο, αυτή είναι τελείως διαφορετική περίπτωση. αυτό είναι δικό μου καπέλο, αυτή είναι δική μου υπόθεση. τα ψηλά καπέλα, ειρωνικά, αυτοί που ανήκουν στην ιθύνουσα τάξη. β. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με καπέλο: Tο καπέλο της λάμπας, το αμπαζούρ. Tο καπέλο της καμινάδας, το κάλυμμα που έχει στο επάνω άκρο της. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.