καν mittelgriechisch καν altgriechisch κἄν καί ἄν (ακόμα και)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Noch keine Grammatik zu καν.
καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό. 1. σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε καν, χωρίς καν, χωρίς ούτε καν: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Yπάρχουν ευκαιρίες που δεν τις υποπτεύεσαι καν / που ούτε καν τις υποπτεύεσαι. Ενήργησε χωρίς καν να το σκεφτεί. Ούτε καν σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού μένει. Δεν ξέρει καν τι θέλει. Ίσως να μη θυμάται καν όσα του ζήτησες, ίσως τυχόν. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρότα ση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτο νόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Δε ρώτησε καν ποιος τους ζήτησε. Ούτε καν στον πατέρα του δε δείχνει σεβασμό. Ούτε καν η αναπνοή του δεν ακουγόταν. Δεν ακουγόταν καν η αναπνοή του. Ούτε καν ήρθε να ρωτήσει αν τον χρειαζόμαστε, ας ερχόταν τουλάχιστον να ρωτήσει Δεν είναι καν γνωστός σου, για να τον εμπιστευτείς. Όχι μόνο δε μένει μαζί τους αλλά ούτε καν τους επισκέπτεται. Έφυγε χωρίς καν ένα ευχαριστώ / αντίο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.