{das} Kamel (ugs.) Subst.(193) |
καμήλα mittelgriechisch καμήλα altgriechisch κάμηλος (πβ. λατινικά camela) protosinaitisch *gamal
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Άλλα (όπως τάρανδοι, γάτες, σκύλοι, λιοντάρια, τίγρεις, αρκούδες, ελέφαντες, καμήλες, ζέμπρες, κουνέλια, λαγοί, ελάφια, αντιλόπες, αίγαγροι, αλεπούδες, νυφίτσες και άλλα ζώα που εκτρέφονται για τη γούνα τους) | Andere (wie Rentiere, Katzen, Hunde, Löwen, Tiger, Bären, Elefanten, Kamele, Zebras, Kaninchen, Hasen, Wild, Antilopen, Gemsen, Füchse, Nerze und andere Pelztiere Übersetzung bestätigt |
Από καμήλα (συμπεριλαμβανομένων των δρομάδων), βούβαλο του Θιβέτ (yack), κατσίκα μοχέρ, κατσίκα του Θιβέτ και παρόμοιες κατσίκες | Kamel(einschließlich Dromedar) und Jakhaare; Angora-, Tibetziegenhaare und ähnliche Ziegenhaare Übersetzung bestätigt |
Άλλα (όπως τάρανδοι, γάτες, σκύλοι, λιοντάρια, τίγρεις, αρκούδες, ελέφαντες, καμήλες, ζέμπρες, κουνέλια, λαγοί, ελάφια, αντιλόπες, αίγαγροι, αλεπούδες, νυφίτσες και άλλα ζώα που εκτρέφονται για τη γούνα τους). | Andere (wie Rentiere, Katzen, Hunde, Löwen, Tiger, Bären, Elefanten, Kamele, Zebras, Kaninchen, Hasen, Wild, Antilopen, Gämsen, Füchse, Nerze und andere Pelztiere) Übersetzung bestätigt |
Θηλαστικά, ζωντανά [εκτός από πρωτεύοντα, φάλαινες, δελφίνια και φώκαινες, τριχεχίδες και αλλικορίδες, φώκιες, θαλάσσιους λέοντες (ωταρίες) και θαλάσσιους ίππους, καμήλες και άλλες καμηλίδες, κουνέλια και λαγούς, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, βοοειδή, χοιροειδή, προβατοειδή και αιγοειδή] | Kamele und andere Kameliden, lebend (Camelidae) Übersetzung bestätigt |
"Μήπως", tha σημαίνει ότι δεν έχεις skippin'-σχοινιά στην Ινδία, για το μόνο που έχετε πήρε ελέφαντες και τίγρεις και καμήλες! | "Hat tha 'bedeuten, dass sie schon nicht bekommen skippin'-Seilen in Indien, für alles, was sie haben bekam Elefanten und Tiger und Kamele! Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Tor |
Simpel |
Esel |
Einfaltspinsel |
Kamel |
καμήλα η [kamíla] & γκαμήλα η [gamíla] : 1. μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, με μακρύ λαιμό, ψηλά πόδια, σχετικά μικρό κεφάλι, που έχει στη ράχη του έναν ή δύο ύβους, δηλαδή λιπώδη εξογκώματα που μοιάζουν με καμπούρες· ζει σε ερήμους και σε άνυδρες στέπες και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων: Kαραβάνια με καμήλες. H καμήλα έχει χαρακτηριστεί ως το πλοίο της ερήμου. ΦΡ ο δρόμος της γκαμήλας, η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις ή απόψεις. || ομοίωμα καμήλας που το χρησιμοποιούν στην παρέλαση της Aποκριάς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.