Griechische Definition zu κάμπος
κάμπος ο· γάμπος· κάμβος.
1) α) Πεδιάδα, τόπος πεδινός
: ώρες ’ς τσι κάμπους πορπατώ κι ώρες ’ς βουνά (Πανώρ. E´ 57)·
β) πεδιάδα, ανοιχτωσιά
: ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος (Xρον. Mορ. H 6969).
2) Ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
: (Tζάνε, Kρ. πόλ. 52914).
3) Iδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
: εγώ διδώ σου τοιούτην οικίαν … ή τοιούτον κάμπον μετά την αποβίωσίν μου (Aσσίζ. 15710).
4) Aνοιχτή θάλασσα
: με άρμεν’ ανοικτά ας έβγομε στον κάμπον (Θησ. A´ [162]).
5) α) Xώρος στρατοπέδευσης, στρατόπεδο
: τον κάμπον εδυνάμωσαν με πάλους, με χανδάκια (Θησ. A´ [882])·
β) πεδίο μάχης
: τους λας απού εσκοτώσαν εις τον κάμπον (Mαχ. 66421)·
γ) παράταξη στρατευμάτων
: (Mαχ. 5766)·
φρ.
κατεβαίνω εις τον κάμπον = κατεβαίνω στη μάχη
: (Διγ. Esc. 27)·
δ) (πιθ.) στάδιο αρματοδρομιών
: (Προδρ. III 199)·
ε) (στον εν. και πληθ.) χώρος διεξαγωγής αγώνων κονταρομαχίας
: Τον κάμπον εμοιράσασι και τ’ άλογα κεντούσι (Ερωτόκρ. Β´ 1609)·
συχνοκεντάει το φαρίν …, στους κάμπους επιλάλησε (Σαχλ. Β´ PM 683).
[<λατ. campus. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr