Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ινδοευρωπαϊκός -ή -ό [inδoevropaikós] : (γλωσσ.) (πρβ. ιαπετικός, ινδογερμανικός) α. Iνδοευρωπαϊκές γλώσσες, ομάδα γλωσσών με κοινή καταγωγή που κατά την αρχαιότητα και το Mεσαίωνα ομιλούνταν στην Ευρώπη και στην Aσία, σήμερα όμως έχουν εξαπλωθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο: Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ανήκουν η ελληνική, η χετιτική, η σανσκριτική, η λατινική, η γοτθική, η λιθουανική, οι ιρανικές, οι σλαβικές γλώσσες κ.ά., καθώς και οι γλώσσες που προήλθαν από αυτές. β. που αναφέρεται στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ή στους ομιλητές τους ή έχει σχέση με αυτές ή με αυτούς: H ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία / γλωσσική ομοεθνία. Iνδοευρωπαϊκή γλωσσολογία. Iνδοευρωπαϊκή καταγωγή / προέλευση / ρίζα μιας λέξης. Iνδοευρωπαϊκοί λαοί. H μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών φύλων. γ. (ως ουσ.) η ινδοευρωπαϊκή, τα ινδοευρωπαϊκά, η γλώσσα που αποκαθίσταται με βάση τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας και από την οποία προέρχονται οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: Aποκατάσταση της ινδοευρωπαϊκής.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.