ιδρώνω Verb  [idrono, ithrono, idrwnw]

  Verb
(24)

Etymologie zu ιδρώνω

ιδρώνω mittelgriechisch ιδρώνω altgriechisch ἱδρῶ + -ώνω


GriechischDeutsch
Και μετά από λίγο άρχισα να ιδρώνω.Nach einer Weile begann ich zu schwitzen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
schwitzen
transpirieren

Grammatik

Grammatik zu ιδρώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ιδρώνωιδρώνουμε, ιδρώνομε
ιδρώνειςιδρώνετε
ιδρώνειιδρώνουν(ε)
Imper
fekt
ίδρωναιδρώναμε
ίδρωνεςιδρώνατε
ίδρωνείδρωναν, ιδρώναν(ε)
Aoristίδρωσαιδρώσαμε
ίδρωσεςιδρώσατε
ίδρωσείδρωσαν, ιδρώσαν(ε)
Per
fekt
έχω ιδρώσειέχουμε ιδρώσει
έχεις ιδρώσειέχετε ιδρώσει
έχει ιδρώσειέχουν ιδρώσει
Plu
per
fekt
είχα ιδρώσειείχαμε ιδρώσει
είχες ιδρώσειείχατε ιδρώσει
είχε ιδρώσειείχαν ιδρώσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ιδρώνωθα ιδρώνουμε, θα ιδρώνομε
θα ιδρώνειςθα ιδρώνετε
θα ιδρώνειθα ιδρώνουν(ε)
Fut
ur
θα ιδρώσωθα ιδρώσουμε, θα ιδρώσομε
θα ιδρώσειςθα ιδρώσετε
θα ιδρώσειθα ιδρώσουν
Fut
ur II
θα έχω ιδρώσειθα έχουμε ιδρώσει
θα έχεις ιδρώσειθα έχετε ιδρώσει
θα έχει ιδρώσειθα έχουν ιδρώσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ιδρώνωνα ιδρώνουμε, να ιδρώνομε
να ιδρώνειςνα ιδρώνετε
να ιδρώνεινα ιδρώνουν(ε)
Aoristνα ιδρώσωνα ιδρώσουμε, να ιδρώσομε
να ιδρώσειςνα ιδρώσετε
να ιδρώσεινα ιδρώσουν(ε)
Perfνα έχω ιδρώσεινα έχουμε ιδρώσει
να έχεις ιδρώσεινα έχετε ιδρώσει
να έχει ιδρώσεινα έχουν ιδρώσει
Imper
ativ
Presίδρωνειδρώνετε
Aoristίδρωσειδρώστε, ιδρώσετε
Part
izip
Presιδρώνοντας
Perfέχοντας ιδρώσει, ιδρωμένος, -η, -ο
InfinAoristιδρώσει





Griechische Definition zu ιδρώνω

ιδρώνω [iδróno] Ρ1α μππ. ιδρωμένος : α. (για άνθρ. ή ζώο) εκκρίνω, αποβάλλω από τους πόρους του σώματός μου ιδρώτα: Ίδρωσα από τη ζέστη / από το φόβο μου. Ίδρωσε το άλογο από το τρέξιμο. Mην τρέχεις· θα ιδρώσεις. Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί είσαι ιδρωμένος. || ιδρώνω στο πρόσωπο / στις μασχάλες. ΦΡ δεν ιδρώνει τ΄ αυτί μου, δε δίνω καμιά σημασία σε ό,τι ακούω (παρατηρήσεις, απειλές κτλ.). || κάνω κπ. να ιδρώσει. β. (μτφ. για πρόσ.) καταβάλλω μεγάλες και εξαντλητικές προσπάθειες, κοπιάζω, κουράζομαι πολύ: Aν δεν ιδρώσεις, δε μαθαίνεις γράμματα. Iδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε. (έκφρ.) ιδρώνω τη φανέλα* μου. || Mε ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα. γ. για πράγματα, όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται, από μια εσωτερική ή εξωτερική αιτία, σταγονίδια νερού: Iδρώνει το κανάτι, βγάζει σταγόνες νερού από τους πόρους του. Ίδρωσαν τα τζάμια, καλύφτηκαν από υδρατμούς. || (σπάν.) για φυτά που σκεπάζονται από δρόσο.

[μσν. ιδρώνω < αρχ. ἱδρ(ῶ) -ώνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback