θυσιάζω altgriechisch θυσιάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
θυσιάζω τη ζωή μου, αν ο Δίας χαρίσει... τη ζωή στον αγαπημένο Αυτοκράτορά μας. | Ich würde mein Leben opfern, wenn nur Jupiter dadurch gnädig zu stimmen wäre und das Leben unseres geliebten Herrschers schonte! Übersetzung nicht bestätigt |
Ο αυτοκράτορας θέλει μάχες, μα δε θυσιάζω τους καλούς μου άντρες. | Der Kaiser will Schlachten. Ich will nicht meine besten Kämpfer opfern. Übersetzung nicht bestätigt |
Όχι, δεν τον θυσιάζω. | Nein, ich werde ihn nicht opfern. Übersetzung nicht bestätigt |
Ξέρω τι θυσιάζω. Τον γιο μου. | Ich weiß, was ich nicht opfern werde. Übersetzung nicht bestätigt |
Στο όνομα των προγόνων και των δικαίων, θυσιάζω την αθανασία της κόρης μου και τη δική μου, ώστε τη μέρα αυτή να αναστηθείτε. | Im Namen unserer Vorfahren und aller Rechtschaffenen werde ich für euch meine Unsterblichkeit und die meiner Tochter opfern, auf dass ihr euch heute erheben möget! Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
darangeben |
opfern |
drangeben |
aufopfern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | θυσιάζω | θυσιάζουμε, θυσιάζομε | θυσιάζομαι | θυσιαζόμαστε |
θυσιάζεις | θυσιάζετε | θυσιάζεσαι | θυσιάζεστε, θυσιαζόσαστε | ||
θυσιάζει | θυσιάζουν(ε) | θυσιάζεται | θυσιάζονται | ||
Imper fekt | θυσίαζα | θυσιάζαμε | θυσιαζόμουν(α) | θυσιαζόμαστε, θυσιαζόμασταν | |
θυσίαζες | θυσιάζατε | θυσιαζόσουν(α) | θυσιαζόσαστε, θυσιαζόσασταν | ||
θυσίαζε | θυσίαζαν, θυσιάζαν(ε) | θυσιαζόταν(ε) | θυσιάζονταν, θυσιαζόντανε, θυσιαζόντουσαν | ||
Aorist | θυσίασα | θυσιάσαμε | θυσιάστηκα | θυσιαστήκαμε | |
θυσίασες | θυσιάσατε | θυσιάστηκες | θυσιαστήκατε | ||
θυσίασε | θυσίασαν, θυσιάσαν(ε) | θυσιάστηκε | θυσιάστηκαν, θυσιαστήκανε | ||
Per fekt | έχω θυσιάσει έχω θυσιασμένο | έχουμε θυσιάσει έχουμε θυσιασμένο | έχω θυσιαστεί είμαι θυσιασμένος, -η | έχουμε θυσιαστεί είμαστε θυσιασμένοι, -ες | |
έχεις θυσιάσει έχεις θυσιασμένο | έχετε θυσιάσει έχετε θυσιασμένο | έχεις θυσιαστεί είσαι θυσιασμένος, -η | έχετε θυσιαστεί είστε θυσιασμένοι, -ες | ||
έχει θυσιάσει έχει θυσιασμένο | έχουν θυσιάσει έχουν θυσιασμένο | έχει θυσιαστεί είναι θυσιασμένος, -η, -ο | έχουν θυσιαστεί είναι θυσιασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα θυσιάσει είχα θυσιασμένο | είχαμε θυσιάσει είχαμε θυσιασμένο | είχα θυσιαστεί ήμουν θυσιασμένος, -η | είχαμε θυσιαστεί ήμαστε θυσιασμένοι, -ες | |
είχες θυσιάσει είχες θυσιασμένο | είχατε θυσιάσει είχατε θυσιασμένο | είχες θυσιαστεί ήσουν θυσιασμένος, -η | είχατε θυσιαστεί ήσαστε θυσιασμένοι, -ες | ||
είχε θυσιάσει είχε θυσιασμένο | είχαν θυσιάσει είχαν θυσιασμένο | είχε θυσιαστεί ήταν θυσιασμένος, -η, -ο | είχαν θυσιαστεί ήταν θυσιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα θυσιάζω | θα θυσιάζουμε, θα θυσιάζομε | θα θυσιάζομαι | θα θυσιαζόμαστε | |
θα θυσιάζεις | θα θυσιάζετε | θα θυσιάζεσαι | θα θυσιάζεστε, θα θυσιαζόσαστε | ||
θα θυσιάζει | θα θυσιάζουν(ε) | θα θυσιάζεται | θα θυσιάζονται | ||
Fut ur | θα θυσιάσω | θα θυσιάσουμε, θα θυσιάσομε | θα θυσιαστώ | θα θυσιαστούμε | |
θα θυσιάσεις | θα θυσιάσετε | θα θυσιαστείς | θα θυσιαστείτε | ||
θα θυσιάσει | θα θυσιάσουν(ε) | θα θυσιαστεί | θα θυσιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω θυσιάσει θα έχω θυσιασμένο | θα έχουμε θυσιάσει θα έχουμε θυσιασμένο | θα έχω θυσιαστεί θα είμαι θυσιασμένος, -η | θα έχουμε θυσιαστεί θα είμαστε θυσιασμένοι, -ες | |
θα έχεις θυσιάσει θα έχεις θυσιασμένο | θα έχετε θυσιάσει θα έχετε θυσιασμένο | θα έχεις θυσιαστεί θα είσαι θυσιασμένος, -η | θα έχετε θυσιαστεί θα είστε θυσιασμένοι, -ες | ||
θα έχει θυσιάσει θα έχει θυσιασμένο | θα έχουν θυσιάσει θα έχουν θυσιασμένο | θα έχει θυσιαστεί θα είναι θυσιασμένος, -η, -ο | θα έχουν θυσιαστεί θα είναι θυσιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να θυσιάζω | να θυσιάζουμε, να θυσιάζομε | να θυσιάζομαι | να θυσιαζόμαστε |
να θυσιάζεις | να θυσιάζετε | να θυσιάζεσαι | να θυσιάζεστε, | ||
να θυσιάζει | να θυσιάζουν(ε) | να θυσιάζεται | να θυσιάζονται | ||
Aorist | να θυσιάσω | να θυσιάσουμε, να θυσιάσομε | να θυσιαστώ | να θυσιαστούμε | |
να θυσιάσεις | να θυσιάσετε | να θυσιαστείς | να θυσιαστείτε | ||
να θυσιάσει | να θυσιάσουν | να θυσιαστεί | να θυσιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω θυσιάσει να έχω θυσιασμένο | να έχουμε θυσιασμένο | να έχω θυσιαστεί | να έχουμε θυσιαστεί | |
να έχεις θυσιασμένο | να έχετε θυσιάσει να έχετε θυσιασμένο | να έχεις θυσιαστεί να είσαι θυσιασμένος, -η | να έχετε θυσιαστεί να είστε θυσιασμένοι, -ες | ||
να έχει θυσιάσει να έχει θυσιασμένο | να έχουν θυσιάσει να έχουν θυσιασμένο | να έχει θυσιαστεί | να έχουν θυσιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | θυσίαζε | θυσιάζετε | θυσιάζεστε | |
Aorist | θυσίασε | θυσιάστε | θυσιάσου | θυσιαστείτε | |
Part izip | Pres | θυσιάζοντας | θυσιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας θυσιάσει, έχοντας θυσιασμένο | θυσιασμένος, -η, -ο | θυσιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | θυσιάσει | θυσιαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | opfere | ||
du | opferst | |||
er, sie, es | opfert | |||
Präteritum | ich | opferte | ||
Konjunktiv II | ich | opferte | ||
Imperativ | Singular | opfere! | ||
Plural | opfert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geopfert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:opfern |
θυσιάζω [θisiázo] -ομαι : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.