ζύμη altgriechisch ζύμη ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«βελτιωτικά αλεύρων» είναι ουσίες, πλην των γαλακτωματοποιητών, που προστίθενται στο αλεύρι ή τη ζύμη προκειμένου να βελτιώσουν την αρτοποιητική ικανότητά τους. | „Mehlbehandlungsmittel“ sind Stoffe außer Emulgatoren, die dem Mehl oder dem Teig zugefügt werden, um deren Backfähigkeit zu verbessern. Übersetzung bestätigt |
Επομένως, για να προσθέσουμε 10 x/3 g νερού στη ζύμη, πρέπει να προσθέσουμε (10 x/3 + 30) g υγρά συστατικά που αποτελούνται από 430 g σακχαρούχου και αλατούχου διαλύματος ασκορβικού οξέος και μια πρόσθετη ποσότητα νερού. | Um also 10 x/3 g Wasser zum Teig hinzuzufügen, müssen 10 x/3 + 30 g flüssige Zutaten zugegeben werden, die sich aus den 430 g plus einer zusätzlichen Menge Wasser zusammensetzen. Übersetzung bestätigt |
Στο τέλος της επεξεργασίας, η ζύμη δεν πρέπει να προσκολλάται στα τοιχώματα του θαλάμου του ζυμωτηρίου όταν το σκέπασμα του θαλάμου ανασηκωθεί. | Am Schluss darf der Teig nicht an den Wänden der Formkammer haften, wenn der Deckel der Kammer gehoben wird. Übersetzung bestätigt |
Για να θεωρηθεί ως μη κολλώδης και επεξεργάσιμη μηχανικά, η ζύμη κατά τη λειτουργία της συσκευής, θα πρέπει να μην προσκολλάται παρά ελάχιστα ή καθόλου στα τοιχώματα του ζυμωτηρίου σε τρόπο ώστε η ζύμη να πλάθεται με μια περιστροφική κίνηση για να πάρει το σχήμα σφαίρας. | Um als „nicht klebend und maschinell verarbeitbar“ bezeichnet zu werden, darf der Teig kaum oder überhaupt nicht an den Wänden der Formkammer haften, so dass er sich frei um sich selbst bewegen und während des Laufs der Maschine eine regelmäßige Kugel bilden kann. Übersetzung bestätigt |
Η ζύμη αυτή θα πρέπει εύκολα να συγκεντρώνεται με τα χέρια και να εξάγεται από τον κάδο με την πρώτη φορά χωρίς σοβαρές απώλειες. | Es muss möglich sein, den Teig von Hand zusammenzufassen und ihn mit einer einzigen Bewegung ohne merkliche Verluste aus der Schüssel herauszuheben. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ζύμη η [zími] : 1. μαλακή και εύπλαστη μάζα μείγματος από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, για την παρασκευή ψωμιού, γλυκίσματος κτλ.: ζύμη για ψωμί / για κέικ / για τσουρέκι / για μπισκότα / για πίτα. ζύμη σφολιάτα. Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια. Zυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα. (έκφρ.) πιάνω ζύμη, ετοιμάζω τη ζύμη με τη μαγιά, το αλεύρι και το νερό ή το γάλα. || μείγμα από οποιαδήποτε υλικά, που ζυμώνεται: ζύμη για κεφτέδες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.