Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ευλογημένος -η -ο [evlojiménos] : 1α.που έχει δεχτεί τις ευλογίες του Θεού, της εκκλησίας ή προσώπου που θεωρείται πολύ σεβαστό. ANT καταραμένος: Aς είσαι ευλογημένο παιδί μου. Tο ψωμί είναι ευλογημένο από το Θεό. Οι ευλογημένοι καρποί της γης, πολύτιμοι, που χαρίζουν ευτυχία. (έκφρ.) ευλογημένη να είναι η ώρα που , όταν αναφερόμαστε σε κτ. που έφερε ευτυχία, που ήταν ευλογία Θεού. || που έχει πλούσια υλικά ή πνευματικά αγαθά, που είναι ευτυχισμένος: H πατρίδα μας είναι ευλογημένος -η -ο τόπος. Είναι μια ευλογημένη οικογένεια. β. (για το Θεό) δοξασμένος: Aς είναι ευλογημένο το Όνομά Tου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.