επαναστατώ Verb  [epanastato, epanastatw]

  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επαναστατώ

επαναστατώ altgriechisch ἐπανάστασις ἐπανίστημι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu επαναστατώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επαναστατώεπαναστατούμε
επαναστατείςεπαναστατείτε
επαναστατείεπαναστατούν(ε)
Imper
fekt
επαναστατούσαεπαναστατούσαμε
επαναστατούσεςεπαναστατούσατε
επαναστατούσεεπαναστατούσαν(ε)
Aoristεπαναστάτησαεπαναστατήσαμε
επαναστάτησεςεπαναστατήσατε
επαναστάτησεεπαναστάτησαν, επαναστατήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω επαναστατήσειέχουμε επαναστατήσει
έχεις επαναστατήσειέχετε επαναστατήσει
έχει επαναστατήσειέχουν επαναστατήσει
Plu
perf
ekt
είχα επαναστατήσειείχαμε επαναστατήσει
είχες επαναστατήσειείχατε επαναστατήσει
είχε επαναστατήσειείχαν επαναστατήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επαναστατώθα επαναστατούμε
θα επαναστατείςθα επαναστατείτε
θα επαναστατείθα επαναστατούν(ε)
Fut
ur
θα επαναστατήσωθα επαναστατήσουμε
θα επαναστατήσειςθα επαναστατήσετε
θα επαναστατήσειθα επαναστατήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επαναστατήσειθα έχουμε επαναστατήσει
θα έχεις επαναστατήσειθα έχετε επαναστατήσει
θα έχει επαναστατήσειθα έχουν επαναστατήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επαναστατώνα επαναστατούμε
να επαναστατείςνα επαναστατείτε
να επαναστατείνα επαναστατούν(ε)
Aoristνα επαναστατήσωνα επαναστατήσουμε, να επαναστατήσομε
να επαναστατήσειςνα επαναστατήσετε
να επαναστατήσεινα επαναστατήσουν(ε)
Perfνα έχω επαναστατήσεινα έχουμε επαναστατήσει
να έχεις επαναστατήσεινα έχετε επαναστατήσει
να έχει επαναστατήσεινα έχουν επαναστατήσει
Imper
ativ
Presεπαναστατείτε
Aoristεπαναστάτησεεπαναστατήστε, επαναστατήσετε
Part
izip
Presεπαναστατώντας
Perfέχοντας επαναστατήσει
InfinAoristεπαναστατήσει







Griechische Definition zu επαναστατώ

επαναστατώ [epanastató] .9α μππ. επαναστατημένος : 1α.εξεγείρομαι με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κτλ.): Tο 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ο επαναστατημένος λαός ανέτρεψε τον τύραννο. Επαναστάτησαν οι δούλοι / οι εξαθλιωμένοι αγρότες. || (σπάν.) κάνω κπ. να επαναστατήσει: Ο Λυκούργος Λογοθέτης επαναστάτησε τη Xίο. β. αντί για στασιάζω, κάνω κίνημα ή πραξικόπημα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback