{ο}  επίτροπος Subst.  [epitropos]

{die}    Subst.
(8)

GriechischDeutsch
Ορίστηκε επίτροπος περιβάλλοντος και χωροταξίας για τη διερεύνηση καταγγελιών που σχετίζονται με τη ΜΕΡΑ, ο οποίος αντικατέστησε το γραφείο του ελεγκτή της ΜΕΡΑ.57 Αυτή η διαρθρωτική αλλαγή είναι σημαντική, καθώς ο επίτροπος διαθέτει τις ίδιες εξουσίες με τον Διαμεσολαβητή και μπορεί, για παράδειγμα, να ζητήσει την προσκόμιση εγγράφων και την προσαγωγή μαρτύρων, καθώς επίσης και να υποβάλλει εκθέσεις στο Κοινοβούλιο, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.58 Διαθέτει περισσότερους πόρους και είναι ανεξάρτητος από τη ΜΕΡΑ.Anstelle des MEPA-Rechnungsprüfers wurde ein Beauftragter für Umwelt und Planung ernannt, der Beschwerden über die MEPA nachgehen soll.57 Das ist eine wichtige strukturelle Veränderung, da dieser Beauftragte über die gleichen Befugnisse verfügt wie der Bürgerbeauftragte und beispielsweise die Vorlage von Unterlagen anfordern, Zeugen laden und gegebenenfalls dem Parlament Bericht erstatten kann.58 Er verfügt über mehr Ressourcen und ist von der MEPA unabhängig.

Übersetzung bestätigt

Ο επίτροπος θα δημοσιεύει επίσης τακτικές σημειώσεις για την υπόθεση, παρόμοιες με εκείνες που δημοσιεύει ο Διαμεσολαβητής, καθώς και ad hoc δημοσιεύσεις για βασικές αρχές.59Der Beauftragte veröffentlicht künftig außerdem in regelmäßigen Abständen Fallnotizen, die Ähnlichkeit mit den vom Bürgerbeauftragten veröffentlichten Mitteilungen haben werden, sowie Ad-hoc-Veröffentlichungen zu wichtigen Grundsätzen.59

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu επίτροπος

επίτροπος ο [epítropos] : αυτός στον οποίο μια δημόσια εξουσία έχει αναθέσει επισήμως ορισμένα καθήκοντα διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: επίτροπος ανηλίκου / πνευματικά αναπήρου / απόντος, αυτός που ορίζεται από δικαστήριο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Εκκλησιαστικός επίτροπος, που διαχειρίζεται τα οικονομικά ορισμένου ναού. Επισκοπικός επίτροπος, που εκπροσωπεί τον επίσκοπο σε ορισμένη περιοχή. Kυβερνητικός επίτροπος, που εκπροσωπεί την κυβέρνηση κυρίως σε ορισμένο ίδρυμα. Bασιλικός επίτροπος. Ο κυβερνητικός επίτροπος του στρατοδικείου / της Iεράς Συνόδου. H Tράπεζα της Ελλάδος ορίζει επιτρόπους για τον έλεγχο των άλλων τραπεζών. Ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γεωργία / το εμπόριο. Ο επίτροπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λαϊκός επίτροπος ή επίτροπος του λαού, παλιά ονομασία του υπουργού στην ΕΣΣΔ. Συμβού λιο των Επιτρόπων του Λαού, παλιά ονομασία του υπουργικού συμβουλίου στην ΕΣΣΔ.

[λόγ. < αρχ. ἐπίτροπος `που του έχει ανατεθεί επίβλεψη΄ & σημδ. γαλλ. commissaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback