ελληνορωμαϊκός -ή -ό Adj.  [ellinoromaikos -i -o, ellhnorwmaikos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • ελληνορωμαϊκός (maskulin)
  • ελληνορωμαϊκή (feminin)
  • ελληνορωμαϊκό (neutrum)


Griechische Definition zu ελληνορωμαϊκός -ή -ό

ελληνορωμαϊκός -ή -ό [edivnoromaikós] : που είναι ελληνικός και ρωμαϊκός, που ανήκει στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους. α. Ελληνορωμαϊκή περίοδος της ιστορίας, κατά την οποία η αρχαία Ρώμη είχε επιβάλει την πολιτική και στρατιωτική της εξουσία στην Ελλάδα και οι Έλληνες το δικό τους πολιτισμό στους Ρωμαίους (περίπου από τον 1ο π.X. ως τον 4ο μ.X. αι.): Ελληνορωμαϊκοί χρόνοι / αιώνες. ελληνορωμαϊκός -ή -ό πολιτισμός. Ελληνορωμαϊκή τέχνη. Ελληνορωμαϊκά μνημεία. || (αθλ.) Ελληνορωμαϊκή πάλη και ως ουσ. η ελληνορωμαϊκή, πάλη στην οποία χρησιμοποιούνται μόνο τα χέρια και απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια καθώς και οι λαβές από τη μέση και κάτω. β. που αναφέρεται (χωρίς χρονικούς περιορισμούς) σε όλον τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στο ρωμαϊκό: Οι ελληνορωμαϊκές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

[λόγ. ελληνο- + ρωμαϊκός μτφρδ. αγγλ. greco-roman]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback