{η}  ελαφρόπετρα Subst.  [elafropetra]

{der}    Subst.
(10)

Etymologie zu ελαφρόπετρα

ελαφρόπετρα ελαφρο- + πέτρα


GriechischDeutsch
Βιομηχανικά διαμάντια, ακατέργαστα ή απλώς κομμένα, σχισμένα ή προετοιμασμένα για στίλβωση· κισηρόλιθοι (ελαφρόπετρες)· σμύριδα· φυσικό κορούνδιο, φυσικός γρανάτης και άλλα φυσικά λειαντικάIndustriediamanten, roh, gesägt oder grob geformt; Bimsstein; Schmirgel; natürlicher Korund, natürlicher Granat und andere natürliche Schleifmittel

Übersetzung bestätigt

βιομηχανικά διαμάντια, ακατέργαστα ή απλώς κομμένα, σχισμένα ή προετοιμασμένα για στίλβωση· κισηρόλιθοι (ελαφρόπετρες)· σμύριδα· φυσικό κορούνδιο, φυσικός γρανάτης και άλλα φυσικά λειαντικά· άλλα ορυκτάEdelsteine und Halbedelsteine; Industriediamanten, roh, gesägt oder grob geformt; Bimsstein; natürlicher Korund, natürlicher Granat und andere natürliche Schleifmittel; andere mineralische Stoffe

Übersetzung bestätigt

ελαφρόπετραBimsstein

Übersetzung bestätigt

Μυλόπετρες, λειαντικές πέτρες και παρόμοια είδη, χωρίς σκελετούς ή πλαίσια, για το ακόνισμα, το γυάλισμα, τη διόρθωση (ρεκτιφιέ), την κοπή ή τον τεμαχισμό, από φυσικές πέτρες (εκτός εκείνων που είναι από φυσικές λειαντικές ύλες συσσωματωμένες ή από κεραμευτικές ύλες, καθώς και εκτός από αρωματισμένες ελαφρόπετρες, πέτρες για το ακόνισμα ή το γυάλισμα με το χέρι και λειαντικούς δίσκους κλπ. ειδικά για οδοντιατρικούς τροχούς)Mühlsteine, Schleifsteine und dergl., ohne Gestell, zum Schleifen, Polieren, Richten, Schneiden oder Trennen, aus Naturstein (ausg. aus agglomerierten natürlichen Schleifstoffen oder keramisch hergestellt sowie parfümierte Bimssteine, Wetzund Poliersteine für den Handgebrauch, und Schleifscheiben usw. speziell für Dentalbohrmaschinen)

Übersetzung bestätigt

Μυλόπετρες, λειαντικές πέτρες και παρόμοια είδη, χωρίς σκελετούς ή πλαίσια, για το ακόνισμα, το γυάλισμα, τη διόρθωση (ρεκτιφιέ), την κοπή ή τον τεμαχισμό, από λειαντικά συσσωματωμένα ή κεραμευτικές ύλες (εκτός εκείνων που είναι από συνθετικό ή φυσικό διαμάντι, συσσωματωμένο, καθώς και εκτός από πέτρες για το ακόνισμα ή το γυάλισμα με το χέρι, αρωματισμένες ελαφρόπετρες και λειαντικούς δίσκους κλπ. ειδικά για οδοντιατρικούς τροχούς)Mühlsteine, Schleifsteine und dergl., ohne Gestell, zum Schleifen, Polieren, Richten, Schneiden oder Trennen, aus agglomerierten Schleifstoffen oder keramisch hergestellt (ausg. aus agglomerierten synthetischen oder natürlichen Diamanten sowie Wetzund Poliersteine für den Handgebrauch, parfümierte Bimssteine, Schleifscheiben usw. speziell für Dentalbohrmaschinen)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Bimsstein
Bims



Griechische Definition zu ελαφρόπετρα

ελαφρόπετρα η [elafrópetra] : είδος πορώδους ηφαιστειογενούς πετρώματος που χρησιμοποιείται ως λειαντικό μέσο, για την παραγωγή ελαφρών και μονωτικών οικοδομικών υλικών κτλ.: H ελαφρόπετρα επιπλέει έως ότου όλοι οι πόροι της γεμίσουν με νερό. || κομμάτι από τέτοιο πέτρωμα (πέτρα) για την καθαριότητα του σώματός μας. || ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου ελαφρόμυαλου, ανόητου και επιπόλαιου.

[ελαφρο- + πέτρα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback