εκπίπτω Verb  [ekpipto, ekpiptw]

(0)

Etymologie zu εκπίπτω

εκπίπτω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
ξεπέφτω
διαφθείρομαι
εκφυλίζομαι
φτηναίνω
καταντώ
υποτιμώ
προστυχεύω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu εκπίπτω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκπίπτω, pefto">πέφτωεκπίπτουμε, εκπίπτομε
εκπίπτειςεκπίπτετε
εκπίπτειεκπίπτουν(ε)
Imper
fekt
εξέπιπταεκπίπταμε
εξέπιπτεςεκπίπτατε
εξέπιπτεεξέπιπταν, εκπίπταν(ε)
Aoristεξέπεσαεκπέσαμε
εξέπεσεςεκπέσατε
εξέπεσεεξέπεσαν, εκπέσαν(ε)
Per
fekt
έχω εκπέσειέχουμε εκπέσει
έχεις εκπέσειέχετε εκπέσει
έχει εκπέσειέχουν εκπέσει
Plu
per
fekt
είχα εκπέσειείχαμε εκπέσει
είχες εκπέσειείχατε εκπέσει
είχε εκπέσειείχαν εκπέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκπίπτωθα εκπίπτουμε, θα εκπίπτομε
θα εκπίπτειςθα εκπίπτετε
θα εκπίπτειθα εκπίπτουν(ε)
Fut
ur
θα εκπέσωθα εκπέσουμε, θα εκπέσομε
θα εκπέσειςθα εκπέσετε
θα εκπέσειθα εκπέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκπέσειθα έχουμε εκπέσει
θα έχεις εκπέσειθα έχετε εκπέσει
θα έχει εκπέσειθα έχουν εκπέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκπίπτωνα εκπίπτουμε, να εκπίπτομε
να εκπίπτειςνα εκπίπτετε
να εκπίπτεινα εκπίπτουν(ε)
Aoristνα εκπέσωνα εκπέσουμε, να εκπέσομε
να εκπέσειςνα εκπέσετε
να εκπέσεινα εκπέσουν(ε)
Perfνα έχω εκπέσεινα έχουμε εκπέσει
να έχεις εκπέσεινα έχετε εκπέσει
να έχει εκπέσεινα έχουν εκπέσει
Imper
ativ
Presεκπίπτετε
Aorist(έκπεσε)εκπέστε
Part
izip
Presεκπίπτοντας
Perfέχοντας εκπέσει
InfinAoristεκπέσει



Griechische Definition zu εκπίπτω

εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. εκπέσει : (λόγ.) α. (για πρόσ.) χάνω μια υψηλή θέση, ένα αξίωμα: Έχει εκπέσει από το βουλευτικό αξίωμα. || (νομ.) χάνω δικαίωμα: Ο οφειλέτης που δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του. H μητέρα καλείται αυτοδικαίως στην επιτροπεία του τέκνου, αν ο πατέρας εξέπεσε από την πατρική εξουσία. β. χάνω την ηθική αξία, το ηθικό κύρος μου: Zούμε σε μια εποχή παρακμής, όπου όλα, αξίες, αρχές, ιδανικά, έχουν εκπέσει απελπιστικά. γ. (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Aπό το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται. δ. (γραμμ.) για φθόγγο ή για συλλαβή που, κατά την εκφορά λέξης, αποσιωπάται, που παθαίνει έκπτωση.

[λόγ. < αρχ. ἐκπίπτω (δ: σημδ. γερμ. ausfallen)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback