εκπίπτω Etymologie fehlt
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
ξεπέφτω |
διαφθείρομαι |
εκφυλίζομαι |
φτηναίνω |
καταντώ |
υποτιμώ |
προστυχεύω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκπίπτω, pefto">πέφτω | εκπίπτουμε, εκπίπτομε |
εκπίπτεις | εκπίπτετε | ||
εκπίπτει | εκπίπτουν(ε) | ||
Imper fekt | εξέπιπτα | εκπίπταμε | |
εξέπιπτες | εκπίπτατε | ||
εξέπιπτε | εξέπιπταν, εκπίπταν(ε) | ||
Aorist | εξέπεσα | εκπέσαμε | |
εξέπεσες | εκπέσατε | ||
εξέπεσε | εξέπεσαν, εκπέσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκπέσει | έχουμε εκπέσει | |
έχεις εκπέσει | έχετε εκπέσει | ||
έχει εκπέσει | έχουν εκπέσει | ||
Plu per fekt | είχα εκπέσει | είχαμε εκπέσει | |
είχες εκπέσει | είχατε εκπέσει | ||
είχε εκπέσει | είχαν εκπέσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκπίπτω | θα εκπίπτουμε, | |
θα εκπίπτεις | θα εκπίπτετε | ||
θα εκπίπτει | θα εκπίπτουν(ε) | ||
Fut ur | θα εκπέσω | θα εκπέσουμε, | |
θα εκπέσεις | θα εκπέσετε | ||
θα εκπέσει | θα εκπέσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκπέσει | θα έχουμε εκπέσει | |
θα έχεις εκπέσει | θα έχετε εκπέσει | ||
θα έχει εκπέσει | θα έχουν εκπέσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκπίπτω | να εκπίπτουμε, να εκπίπτομε |
να εκπίπτεις | να εκπίπτετε | ||
να εκπίπτει | να εκπίπτουν(ε) | ||
Aorist | να εκπέσω | να εκπέσουμε, να εκπέσομε | |
να εκπέσεις | να εκπέσετε | ||
να εκπέσει | να εκπέσουν(ε) | ||
Perf | να έχω εκπέσει | να έχουμε εκπέσει | |
να έχεις εκπέσει | να έχετε εκπέσει | ||
να έχει εκπέσει | να έχουν εκπέσει | ||
Imper ativ | Pres | εκπίπτετε | |
Aorist | (έκπεσε) | εκπέστε | |
Part izip | Pres | εκπίπτοντας | |
Perf | έχοντας εκπέσει | ||
Infin | Aorist | εκπέσει |
εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. εκπέσει : (λόγ.) α. (για πρόσ.) χάνω μια υψηλή θέση, ένα αξίωμα: Έχει εκπέσει από το βουλευτικό αξίωμα. || (νομ.) χάνω δικαίωμα: Ο οφειλέτης που δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του. H μητέρα καλείται αυτοδικαίως στην επιτροπεία του τέκνου, αν ο πατέρας εξέπεσε από την πατρική εξουσία. β. χάνω την ηθική αξία, το ηθικό κύρος μου: Zούμε σε μια εποχή παρακμής, όπου όλα, αξίες, αρχές, ιδανικά, έχουν εκπέσει απελπιστικά. γ. (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Aπό το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται. δ. (γραμμ.) για φθόγγο ή για συλλαβή που, κατά την εκφορά λέξης, αποσιωπάται, που παθαίνει έκπτωση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.