εκατό mittelgriechisch εκατό altgriechisch ἑκατόν proto-indogermanisch *sm̥-ḱm̥tóm *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm ( *déḱm̥: δέκα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα τελευταία έτη ο αριθμός τους ξεπέρασε τα εκατό άτομα στην περιοχή του Delta, ενώ ποσοστό 50 % απαντάται στην περιοχή του Voordelta. | In den letzten Jahren lebten wieder rund hundert Seehunde im Deltagebiet, von denen ca. fünfzig Prozent im Voordelta beheimatet waren. Übersetzung bestätigt |
Συμπεριλαμβάνοντας τα σχέδια που δεν υπόκεινται σε ατομική κοινοποίηση, ο αριθμός των σχεδίων που χρηματοδοτήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο υπερβαίνει κατά πολύ τα εκατό. | Mit den Vorhaben, die nicht einzeln anmeldepflichtig waren, wurden im Bezugszeitraum weit mehr als hundert Vorhaben finanziert. Übersetzung bestätigt |
Ενημερωτικά, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μέλη της CELF είναι κατά μέσο όρο εκατό, ενώ η αγορά αποτελείται από πολλές χιλιάδες εκδότες. | Zur Information wies die Kommission darauf hin, dass die CELF durchschnittlich etwa hundert Genossenschaftsmitglieder hat, während der Markt mehrere tausend Verlage umfasst. Übersetzung bestätigt |
Εκτός της RATP, υπηρεσίες μαζικών μεταφορών στην περιφέρεια Ile-de-France παρέχουν περί τις εκατό επιχειρήσεις. | Neben der RATP erbringen rund hundert Unternehmen Nahverkehrsdienstleistungen in der Region Ile-de-France. Übersetzung bestätigt |
Έχει καταδικάσει περισσότερους από εκατό πολιτικούς κρατούμενους, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαδηλωτές σε μακροχρόνια κάθειρξη. | Er verurteilte mehr als hundert politische Gefangene, Menschenrechtsaktivisten und Demonstranten zu langen Gefängnisstrafen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
εκατομμύριο |
εκατο- |
εκατομμυριούχος |
εκατόνταρχος |
εκατοστή |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Noch keine Grammatik zu εκατό.
εκατό [ekató] & (μόνο για τα αριθμητικά με δύο ή περισσότερες λέξεις από το 101-199) εκατόν [ekatón] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από εκατό (100) μονάδες: εκατό χρόνια / δραχμές / μέτρα / γράμματα. Εκατόν δέκα / εκατόν ένα / εκατόν μία. ΦΡ λίρα* εκατό. || (αντί του τακτικού εκατοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα εκατό, στην εκατοστή σελίδα. β. ως στρογγυλός αριθμός για να δηλωθεί, με υπερβολή, μεγάλος αριθμός, συνήθ. σε λόγο που εκφράζει κάποια αγανάκτηση, δυσφορία κτλ.: Σ΄ το είπα εκατό φορές, πάρα πολλές. Περίμενα εκατό ώρες, αλλά κανείς δε φάνηκε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.