ειρωνεύομαι Verb  [ironevome, eirwneyomai]

(0)

Etymologie zu ειρωνεύομαι

ειρωνεύομαι altgriechisch εἰρωνεύομαι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
εμπαίζω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu ειρωνεύομαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ειρωνεύομαιειρωνευόμαστε
ειρωνεύεσαιειρωνεύεστε, ειρωνευόσαστε
ειρωνεύεταιειρωνεύονται
Imper
fekt
ειρωνευόμουν(α)ειρωνευόμαστε
ειρωνευόσουν(α)ειρωνευόσαστε
ειρωνευόταν(ε)ειρωνεύονταν
Aoristειρωνεύτηκα, ειρωνεύθηκαειρωνευτήκαμε, ειρωνευθήκαμε
ειρωνεύτηκες, ειρωνεύθηκεςειρωνευτήκατε, ειρωνευθήκατε
ειρωνεύτηκε, ειρωνεύθηκεειρωνεύτηκαν, ειρωνευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθείέχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθείέχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθείέχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Plu
per
fekt
είχα ειρωνευτεί/ειρωνευθείείχαμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
είχες ειρωνευτεί/ειρωνευθείείχατε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
είχε ειρωνευτεί/ειρωνευθείείχαν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ειρωνεύομαιθα ειρωνευόμαστε
θα ειρωνεύεσαιθα ειρωνεύεστε, θα ειρωνευόσαστε
θα ειρωνεύεταιθα ειρωνεύονται
Fut
ur
θα ειρωνευτώ, θα ειρωνευθώθα ειρωνευτούμε, θα ειρωνευθούμε
θα ειρωνευτείς, θα ειρωνευθείςθα ειρωνευτείτε, θα ειρωνευθείτε
θα ειρωνευτεί, θα ειρωνευθείθα ειρωνευτούν(ε), θα ειρωνευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθείθα έχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
θα έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθείθα έχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
θα έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθείθα έχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ειρωνεύομαινα ειρωνευόμαστε
να ειρωνεύεσαινα ειρωνεύεστε, να ειρωνευόσαστε
να ειρωνεύεταινα ειρωνεύονται
Aoristνα ειρωνευτώ, να ειρωνευθώνα ειρωνευτούμε, να ειρωνευθούμε
να ειρωνευτείς, να ειρωνευθείςνα ειρωνευτείτε, να ειρωνευθείτε
να ειρωνευτεί, να ειρωνευθείνα ειρωνευτούν(ε), να ειρωνευθούν(ε)
Perfνα έχω ειρωνευτεί/ειρωνευθείνα έχουμε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
να έχεις ειρωνευτεί/ειρωνευθείνα έχετε ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
να έχει ειρωνευτεί/ειρωνευθείνα έχουν ειρωνευτεί/ειρωνευθεί
Imper
ativ
Presειρωνεύεστε
Aoristειρωνεύσου, ειρωνέψουειρωνευτείτε, ειρωνευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristειρωνευτεί, ειρωνευθεί



Griechische Definition zu ειρωνεύομαι

ειρωνεύομαι [ironévome] .1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Mιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Tόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.

[λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback