εθελοντικός -ή -ό Adj.  [ethelontikos -i -o, ethelontikos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • εθελοντικός (maskulin)
  • εθελοντική (feminin)
  • εθελοντικό (neutrum)


Griechische Definition zu εθελοντικός -ή -ό

εθελοντικός -ή -ό [eθelondikós] : α.για ενέργεια, πράξη κτλ. την οποία εκτελεί κάποιος με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης: Εθελοντική προσφορά / εργασία / συμμετοχή / υπηρεσία / στράτευση. || Εθελοντικό σύστημα στρατολογίας. β. που αποτελείται από εθελοντές: εθελοντικός -ή -ό στρατός. Εθελοντικό (στρατιωτικό) σώμα / στράτευμα. εθελοντικά & (λόγ.) εθελοντικώς ΕΠIΡΡ με τη θέλησή μου, και χωρίς να αποβλέπω σε προσωπικό όφελος ή να είμαι αναγκασμένος· (πρβ. εκούσια, οικειοθελώς, αυτοβούλως).

[λόγ. εθελοντ(ής) -ικός· λόγ. εθελοντικ(ός) -ώς]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback