{ο}  εθελοντής Subst.  [ethelontis, ethelonths]

{der}    Subst.
(78)

Etymologie zu εθελοντής

εθελοντής altgriechisch ἐθελοντής, von ρήμα ἐθέλω.


GriechischDeutsch
Οι νέοι κοινοτικοί κανόνες βασίζονται στους ορισμούς των όρων «σπουδαστής», «μαθητευόμενος», «εκπαιδευτικό ίδρυμα» και «εθελοντής», οι οποίοι χρησιμοποιούνται ήδη στο κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα σε διάφορα κοινοτικά προγράμματα που αποβλέπουν στην ενθάρρυνση της κινητικότητας των ενδιαφερομένων προσώπων (Leonardo da Vinci, Σωκράτης, Ευρωπαϊκή εθελοντική υπηρεσία των νέων, κ.ά.).Die neuen Gemeinschaftsvorschriften stützen sich auf die Begriffsbestimmungen von Student, Auszubildender, Bildungseinrichtung und Freiwilliger, die bereits im Gemeinschaftsrecht, insbesondere in den verschiedenen Gemeinschaftsprogrammen (Sokrates, Europäischer Freiwilligendienst usw.) zur Förderung der Mobilität der betreffenden Personen verwendet werden.

Übersetzung bestätigt

Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί ιδίως με την παροχή ευρωπαϊκών προτύπων και διαδικασιών για την εξεύρεση και την επιλογή εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας, κοινά αποδεκτών στόχων αναφοράς για την κατάρτιση και την προετοιμασία για την αποστολή εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας, μιας βάσης δεδομένων εν δυνάμει εθελοντών που εντοπίζονται βάσει των αναγκών του τομέα, καθώς και ευκαιρίες για τους εθελοντές να συμβάλουν στις επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας όχι μόνο με την αποστολή αλλά και μέσω της διοικητικής υποστήριξης και ηλεκτρονικών δραστηριοτήτων εθελοντισμού.Dies könnte insbesondere dadurch erreicht werden, dass sowohl europäische Standards und Verfahren für die Erfassung und Auswahl von Freiwilligen für die humanitäre Hilfe als auch gemeinsam vereinbarte Benchmarks für ihre Schulung und Vorbereitung auf die Entsendung festgelegt, eine Datenbank geeigneter anhand des Bedarfs vor Ort ausgewählter Freiwilliger eingerichtet und den Freiwilligen Möglichkeiten geboten werden, nicht nur im Rahmen von Entsendungen zu humanitären Hilfsmaßnahmen beizutragen, sondern auch durch Unterstützungsarbeit im Heimatland und Online-Volunteering.

Übersetzung bestätigt

Ένα σαφές νομικό καθεστώς είναι βασικό για να συμμετέχουν οι υποψήφιοι εθελοντές σε αποστολές σε χώρες εκτός της Ένωσης.Ein klarer rechtlicher Status ist eine entscheidende Voraussetzung für die Entsendung als Freiwilliger in ein Land außerhalb der Union.

Übersetzung bestätigt

Ως «εθελοντής» νοείται ένα άτομο το οποίο επιλέγει ελευθέρως και αφιλοκερδώς να συμμετάσχει σε δραστηριότητες που ωφελούν την κοινότητα και την κοινωνία εν γένει.Freiwilliger“ eine Person, die sich frei und ohne Gewinnerzielungsabsicht für die Teilnahme an Aktivitäten entscheidet, die einer örtlichen Gemeinschaft sowie der Gesellschaft insgesamt zugutekommen;

Übersetzung bestätigt

Ως «εθελοντής της πρωτοβουλίας εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ» νοείται ένας υποψήφιος εθελοντής που έχει επιλεγεί, εκπαιδευτεί με ειδικά πρότυπα, διαδικασίες και κριτήρια αναφοράς και κριθεί ως επιλέξιμος και καταχωριστεί ως διαθέσιμος για αποστολή υποστήριξης και συμπλήρωσης της ανθρωπιστικής βοήθειας σε τρίτες χώρες.„EU-Freiwilliger für humanitäre Hilfe“ einen Kandidaten, der ausgewählt, nach den spezifischen Standards, Verfahren und Benchmarks geschult, für geeignet befunden und als verfügbar für eine Entsendung zur Unterstützung und Ergänzung der humanitären Hilfe in Drittländern registriert wurde;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Volontär
Freiwilliger



Griechische Definition zu εθελοντής

εθελοντής ο [eθelondís] : αυτός που εκτελεί ένα έργο, μια εργασία, ένα καθήκον κτλ. με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και αλτρουισμού: Δυνάμεις της πυροσβεστικής και εθελοντές από τους κατοίκους της περιοχής αγωνίζονται να σβήσουν την πυρκαγιά. || (ειδικότ.) ο εθελοντής στρατιώτης, που υπηρετεί σε ένα στράτευμα, χωρίς να έχει υποχρέωση στράτευσης: Yπηρετώ ως εθελοντής. Πηγαίνω / κατατάσσομαι εθελοντής. Σώμα εθελοντών. || Εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης (ΕΠY), αμειβόμενοι υπαξιωματικοί του ελληνικού στρατού με πενταετή θητεία. || (ως επίθ.): εθελοντής νοσοκόμος / αιμοδότης. Εθελόντρια νοσοκόμα / αδελφή.

[λόγ. < αρχ. ἐθελοντής· λόγ. εθελον(τής) -τρια]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback