δωρικός -ή -ό Adj.  [dorikos -i -o, thorikos -i -o, dwrikos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • δωρικός (maskulin)
  • δωρική (feminin)
  • δωρικό (neutrum)


Griechische Definition zu δωρικός -ή -ό

δωρικός -ή -ό [δorikós] : 1α. που ανήκει στους Δωριείς, που προέρχεται, αποτελείται ή χρησιμοποιείται από αυτούς: Δωρικές αποικίες. Δωρικά φύλα. Δωρική διάλεκτος. || (ως ουσ.) η δωρική, η δωρική διάλεκτος: Διαφορές της δωρικής σε σχέση με τις υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. β. (αρχιτ.) δωρικός -ή -ό ρυθμός, ο παλαιότερος ρυθμός στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα των γραμμών του, η οποία τον κάνει αυστηρό και βαρύ σε αντίθεση με τον ιωνικό ρυθμό που είναι ελαφρύς και χαριτωμένος. || που είναι δωρικού ρυθμού: δωρικός -ή -ό κίονας. Δωρικό κιονόκρανο. γ. (γλωσσ., φιλολ.) που αναφέρεται στη δωρική διάλεκτο ή που προέρχεται από αυτή: Δωρικές λέξεις. Δωρικοί τύποι. Δωρικές επιγραφές, σε δωρική διάλεκτο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback