{ο}  δορυφόρος Subst.  [doriforos, thoriforos, doryforos]

{der}    Subst.
(227)
{der}    Subst.
(0)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu δορυφόρος

δορυφόρος altgriechisch δορυφόρος δόρυ + φέρω


GriechischDeutsch
διαχωρισμός της προμήθειας υποδομής σε σύνολο έξι κύριων δεσμών έργων (στήριξη τεχνολογίας συστημάτων, ολοκλήρωση της υποδομής επίγειων εγκαταστάσεων, ολοκλήρωση της υποδομής επίγειου ελέγχου, δορυφόροι, εκτοξευτές και επιχειρήσεις) καθώς και, σε ορισμένες πρόσθετες δέσμες έργων, μέσω συνεκτικής συνολικής κατανομής των προμηθειών· αυτό δεν αναιρεί τη δυνατότητα πολλαπλών παράλληλων οδών προμηθειών για τις επιμέρους δέσμες έργων, συμπεριλαμβανομένων των δορυφόρων·Aufteilung der Auftragsvergabe für die Infrastruktur in sechs Hauptarbeitspakete (systemtechnische Unterstützung, Fertigstellung der Missionsinfrastruktur am Boden, Fertigstellung der Infrastruktur für die Bodenkontrolle, Satelliten, Starteinrichtungen und Betrieb) sowie in mehrere weitere Arbeitspakete durch eine umfassende Aufgliederung der Gesamtauftragsvergabe; dies schließt die Möglichkeit mehrerer paralleler Auftragsvergabestränge für einzelne Arbeitspakete, einschließlich Satelliten, nicht aus;

Übersetzung bestätigt

Στρατιωτικοί δορυφόροιMilitärische Satelliten

Übersetzung bestätigt

Διαστημόπλοια, δορυφόροι και οχήματα εκτόξευσηςRaumfahrzeuge, Satelliten und Trägerraketen

Übersetzung bestätigt

Διαστημικά οχήματα, δορυφόροι και τα οχήματα για την εκτόξευσή τους, για πολιτική χρήσηRaumfahrzeuge (einschließlich Satelliten) und Trägerraketen für Raumfahrzeuge, zivile

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, σε μία ανόθευτη αγορά, οι δορυφόροι ασκούν έντονο ανταγωνισμό στις επίγειες (συμπεριλαμβανομένων των καλωδιακών) ψηφιακών λύσεων.Auf einem unverzerrten Markt seien Satelliten jedoch starke Konkurrenten für digitale terrestrische Verfahren (auch Kabel).

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu δορυφόρος

δορυφόρος ο [δorifóros] : I. (αστρον.) ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη και που τον ακολουθεί στην κίνησή του γύρω από τον Ήλιο: H Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης. || Tεχνητός δορυφόρος, διαστημικό όχημα που μπαίνει σε τροχιά γύρω από τη γη ή από άλλο ουράνιο σώμα και που κατευθύνεται και ελέγχεται από μια βάση στη γη: Ο τεχνητός δορυφόρος εξυπηρετεί στρατιωτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς. Mετεωρολογικός / τηλεπικοινωνιακός / τηλεοπτικός δορυφόρος. Σύνδεση της ελληνικής τηλεόρασης με την ευρωπαϊκή μέσο δορυφόρου. Εκτόξευση δορυφόρου. II1. (στην πολεοδομία) πόλη δορυφόρος, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια μεγαλύτερης πόλης, για να καλύψει οικιστικές κυρίως ανάγκες και που διατηρεί μια σχέση εξάρτησης με την κεντρική πόλη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback