{ο}  δικηγόρος Subst.  [dikigoros, dikiroros, thikigoros, dikhgoros]

{der}    Subst.
(262)

Etymologie zu δικηγόρος

δικηγόρος mittelgriechisch δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


GriechischDeutsch
Κατόπιν αιτήματός τους, οι δικηγόροι των BT και BTPS συναντήθηκαν με την Επιτροπή στις 6 Αυγούστου και στις 28 Οκτωβρίου 2008.Die Rechtsanwälte von BT und BTPS trafen am 6. August 2008 und am 28. Oktober 2008 auf eigenen Wunsch mit Vertretern der Kommission zusammen.

Übersetzung bestätigt

ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (π.χ. δικηγόρος)FÜR VERWALTUNGSFRAGEN (z. B. Rechtsanwalt)

Übersetzung bestätigt

δικηγόρος Heckmann με ποσοστό [...] % ως διαχειριστής για λογαριασμό γερμανικής επιχείρησης («καταπιστευτική εκχωρήτρια»), με ποσοστό [...] %.Rechtsanwalt Heckmann mit einem Anteil von [...] % als Treuhänder für ein deutsches Unternehmen („Treugeberin“), mit einem Anteil von [...] %.

Übersetzung bestätigt

Συνεπώς, η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.Folglich unterliegt die Rechtsberatung weiterhin der beruflichen Geheimhaltungspflicht, es sei denn, der Rechtsberater ist an Geldwäsche oder Terrorismusfinanzierung beteiligt, die Rechtsberatung wird zum Zwecke der Geldwäsche oder Terrorismusfinanzierung erteilt oder der Rechtsanwalt weiß, dass der Klient die Rechtsberatung für Zwecke der Geldwäsche oder Terrorismusfinanzierung in Anspruch nimmt.

Übersetzung bestätigt

Όταν ανεξάρτητα μέλη επαγγελμάτων που παρέχουν νομικές συμβουλές, αναγνωρίζονται από τον νόμο και υπόκεινται σε έλεγχο, όπως οι δικηγόροι, διαπιστώνουν τη νομική θέση ενός πελάτη ή εκπροσωπούν τον πελάτη στα πλαίσια νομικής διαδικασίας, δεν θα ήταν σκόπιμο, βάσει της παρούσας οδηγίας, να επιβληθεί στους επαγγελματίες αυτούς νομικούς, για τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους, η υποχρέωση να αναφέρουν τυχόν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.Wenn selbstständige Angehörige von Berufen der Rechtsberatung, die gesetzlich anerkannt sind und überwacht werden, wie beispielsweise Rechtsanwälte, die Rechtslage für einen Klienten beurteilen oder einen Klienten in einem gesetzlich normierten Verfahren vertreten, wäre es nach dieser Richtlinie allerdings nicht angebracht, diese Berufszweige im Hinblick auf diese Tätigkeiten zur Meldung des Verdachts auf Geldwäsche oder Terrorismusfinanzierung zu verpflichten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu δικηγόρος

δικηγόρος ο [δikiγóros] : νομικός που, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός, αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτών που καταφεύγουν στο δικαστήριο, την παροχή νομικών συμβουλών ή την εκπροσώπηση πολιτών σε νομικής φύσεως υποθέσεις: Ο δικηγόρος του κατηγορουμένου. Οι δικηγόροι των διαδίκων. Aσκούμενος δικηγόρος, πτυχιούχος νομικής που κάνει πρακτική άσκηση σε δικηγορικό γραφείο για να πάρει, ύστερα από εξετάσεις, την άδεια να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Kάνω το δικηγόρο, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου. Bάζω δικηγόρο, του αναθέτω μια υπόθεση. Εσύ κάνεις για δικηγόρος, για πολύ ικανό και εύγλωττο συνομιλητή. || (θηλ.) δικηγορίνα, γυναίκα δικηγόρος. || για κπ. που παρεμβαίνει για να υποστηρίξει κπ. ή κτ. χωρίς να του το έχουν ζητήσει: Δε σε βάλαμε δικηγόρο / δικηγόρο σε βάλαμε; Δε χρειάζομαι δικηγόρο. Tου αρέσει να κάνει το δικηγόρο. ΦΡ δικηγόρος του διαβόλου, αυτός που σε μια συζήτηση παίρνει θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύει, για να κάνει πιο έντονο και πιο ενδιαφέροντα το διάλογο. δικηγοράκος ο YΠΟKΟΡ νεαρός δικηγόρος και συνήθ. άπειρος και άσημος. δικηγορίσκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) ασήμαντος και ανίκανος δικηγόρος.

[λόγ. < μσν. δικήγορος < δίκ(η) + -ήγορος (θ. συγγ. του αγορεύω) κατά τα συνήγορος, κατήγορος, με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αρχ. δημηγόρος `δημόσιος ομιλητής΄ (σύγκρ. δημηγορία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικηγόρ(ος) -ίνα· δικηγόρ(ος) -άκος· λόγ. δικηγόρ(ος) -ίσκος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback