Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαφαίνομαι | διαφαινόμαστε |
διαφαίνεσαι | διαφαίνεστε, διαφαινόσαστε | ||
διαφαίνεται | διαφαίνονται | ||
Imper fekt | διαφαινόμουν(α) | διαφαινόμαστε, διαφαινόμασταν | |
διαφαινόσουν(α) | διαφαινόσαστε, διαφαινόσασταν | ||
διαφαινόταν(ε) | διαφαίνονταν, διαφαινόντανε, διαφαινόντουσαν | ||
Aorist | διαφάνηκα | διαφανήκαμε | |
διαφάνηκες | διαφανήκατε | ||
διαφάνηκε | διαφάνηκαν, διαφανήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαφανεί | έχουμε διαφανεί | |
έχεις διαφανεί | έχετε διαφανεί | ||
έχει διαφανεί | έχουν διαφανεί | ||
Plu per fekt | είχα διαφανεί | είχαμε διαφανεί | |
είχες διαφανεί | είχατε διαφανεί | ||
είχε διαφανεί | είχαν διαφανεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαφαίνομαι | θα διαφαινόμαστε | |
θα διαφαίνεσαι | θα διαφαίνεστε, θα διαφαινόσαστε | ||
θα διαφαίνεται | θα διαφαίνονται | ||
Fut ur | θα διαφανώ | θα διαφανούμε | |
θα διαφανείς | θα διαφανείτε | ||
θα διαφανεί | θα διαφανούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διαφανεί | θα έχουμε διαφανεί | |
θα έχεις διαφανεί | θα έχετε διαφάνει | ||
θα έχει διαφανεί | θα έχουν διαφανεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαφαίνομαι | να διαφαινόμαστε |
να διαφαίνεσαι | να διαφαίνεστε, να διαφαινόσαστε | ||
να διαφαίνεται | να διαφαίνονται | ||
Aorist | να διαφανώ | να διαφανούμε | |
να διαφανείς | να διαφανείτε | ||
να διαφανεί | να διαφανούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαφανεί | να έχουμε διαφανεί | |
να έχεις διαφανεί | να έχετε διαφανεί | ||
να έχει διαφανεί | να έχουν διαφανεί | ||
Imper ativ | Pres | διαφαίνεστε | |
Aorist | διαφανού | διαφανείτε | |
Part izip | Pres | διαφανόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | διαφανεί |
διαφαίνομαι [δiafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) (κυρ. στο γ' πρόσ.) : για κτ. που μόλις αρχίζει να διακρίνεται. 1α. μέσα από μια σειρά γεγονότων ή ενεργειών παρουσιάζονται οι πρώτες ενδείξεις μιας εξέλιξης: Άρχισαν να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές. Δε διαφαίνεται καμιά ελπίδα στον ορίζοντα. β. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, αν και παρουσιάζεται συγκαλυμμένα: Διαφαίνεται κάποια ειρωνεία στα λόγια του. Δεν άφησε να διαφανούν οι προθέσεις του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.