Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για τηλεοπτικούς δέκτες με ευδιάκριτο διακόπτη ισχύος, έτσι ώστε η ενεργειακή κατανάλωση του τηλεοπτικού δέκτη να είναι < 0,01 W όταν ο διακόπτης ισχύος βρίσκεται στη θέση «εκτός» (off), η ενεργειακή κατανάλωση του τηλεοπτικού δέκτη σε παθητική κατάσταση αναμονής είναι ≤ 0,50 W. | Bei Fernsehgeräten mit deutlich sichtbarem Netzschalter, deren Stromverbrauch sich auf < 0,01 Watt beläuft, wenn dieser Schalter in die Aus-Stellung gebracht wird, beträgt der Stromverbrauch im passiven Stand-by-Betrieb ≤ 0,50 Watt. Übersetzung bestätigt |
διακόπτης | Schalter Übersetzung bestätigt |
Το ενεργητικό επίπεδο περιλαμβάνει τα συστήματα διαχείρισης, ελέγχου και συντήρησης που είναι απαραίτητα για την εκμετάλλευση του δικτύου, όπως διακόπτες, δρομολογητές και διαιρέτες. | Die aktive Schicht umfasst die für das Betreiben des Netzes erforderlichen Verwaltungs-, Kontrollund Wartungssysteme, wie Schalter, Router und Verteiler. Übersetzung bestätigt |
Τα στοιχεία στήριξης, όπως οι πρόβολες δοκοί, οι στύλοι και τα θεμέλια, οι αγωγοί επιστροφής, τα τροφοδοτικά αυτομετασχηματιστές, οι διακόπτες και άλλοι μονωτήρες δεν αποτελούν μέρος του στοιχείου διαλειτουργικότητας εναέρια γραμμή επαφής. | Die Stützpunkte wie Ausleger, Masten und Fundamente sowie Rückleitungsseile, Schalter und andere Isolatoren sind nicht Teil der Interoperabilitätskomponente Oberleitung. Übersetzung bestätigt |
Θερμοηλεκτρικός διακόπτης, με πτωτική μεταγωγή 50 Α ή περισσότερο, που περιλαμβάνει διακόπτη ακαριαίας λειτουργίας, για κατευθείαν τοποθέτηση σε τύλιγμα ηλεκτρικού κινητήρα, περιεχόμενος σε ερμητικά σφραγισμένο περίβλημα | Thermoelektrischer Schalter mit einem Abschaltstrom von 50 A oder mehr, mit einem elektromechanischen Schnappschalter, zur Direktmontage an einer elektrischen Motorwicklung, in einem hermetisch versiegelten Gehäuse Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
διακόπτης μοχλού |
διακόπτης πίεσης |
Deutsche Synonyme |
---|
Einschalteinrichtung |
Schalter |
Anschalteinrichtung |
διακόπτης ο [δiakóptis] : μηχανισμός που επιτρέπει τη διακοπή ή την επαναλειτουργία μιας ηλεκτρικής ή υδραυλικής εγκατάστασης: Aνεβάζω / κατεβάζω / γυρίζω το (γενικό) διακόπτη του ρεύματος / του νερού. Aνοίγω / κλείνω το διακόπτη. Xάλασε ο διακόπτης. Aυτόματος διακόπτης. διακόπτης ασφαλείας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.