διαβλέπω altgriechisch διαβλέπω διά + βλέπω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαβλέπω | διαβλέπουμε, |
διαβλέπεις | διαβλέπετε | ||
διαβλέπει | διαβλέπουν(ε) | ||
Imper fekt | διέβλεπα | διαβλέπαμε | |
διέβλεπες | διαβλέπατε | ||
διέβλεπε | διέβλεπαν, διαβλέπανε | ||
Aorist | διέβλεψα, διείδα | διαβλέψαμε, διείδαμε | |
διέβλεψες, διείδες | διαβλέψατε, διείδατε | ||
διέβλεψε, διείδε | διέβλεψαν, διαβλέψαν(ε), διείδαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαβλέψει | έχουμε διαβλέψει | |
έχεις διαβλέψει | έχετε διαβλέψει | ||
έχει διαβλέψει | έχουν διαβλέψει | ||
Plu per fekt | είχα διαβλέψει | είχαμε διαβλέψει | |
είχες διαβλέψει | είχατε διαβλέψει | ||
είχε διαβλέψει | είχαν διαβλέψει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαβλέπω | θα διαβλέπουμε, θα διαβλέπομε | |
θα διαβλέπεις | θα διαβλέπετε | ||
θα διαβλέπει | θα διαβλέπουν(ε) | ||
Fut ur | θα διαβλέψω | θα διαβλέψουμε, διαβλέψομε | |
θα διαβλέψείς | θα διαβλέψετε | ||
θα διαβλέψει | θα διαβλέψουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διαβλέψει | θα έχουμε διαβλέψει | |
θα έχεις διαβλέψει | θα έχετε διαβλέψει | ||
θα έχει διαβλέψει | θα έχουν διαβλέψει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαβλέπω | να διαβλέπουμε, να διαβλέπομε |
να διαβλέπεις | να διαβλέπετε | ||
να διαβλέπει | να διαβλέπουν(ε) | ||
Aorist | να διαβλέψω | να διαβλέψουμε/διαβλέψομε | |
να διαβλέψεις | να διαβλέψετε | ||
να διαβλέψει | να διαβλέψουν(ε) | ||
Perf | να έχω διαβλέψει | να έχουμε διαβλέψει | |
να έχετε διαβλέψει | |||
να έχει διαβλέψει | να έχουν διαβλέψει | ||
Imper ativ | Pres | διάβλεπε | διαβλέπετε |
Aorist | διάβλεψε | διαβλέψετε | |
Part izip | Pres | διαβλέποντας | |
Perf | έχοντας διαβλέψει | ||
Infin | Aorist | διαβλέψει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ahne | ||
du | ahnst | |||
er, sie, es | ahnt | |||
Präteritum | ich | ahnte | ||
Konjunktiv II | ich | ahnte | ||
Imperativ | Singular | ahne! | ||
Plural | ahnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geahnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ahnen |
διαβλέπω [δiavlépo] Ρ αόρ. διέβλεψα και διείδα, απαρέμφ. διαβλέψει : διακρίνω κτ. πριν να συμβεί ή πριν να εκδηλωθεί πλήρως, με βάση ορισμένες ενδείξεις ή / και με προσεκτική και οξυδερκή παρατήρηση: διαβλέπω κινδύνους / ύποπτους σκοπούς. Διέβλεψε / διείδε την πορεία των γεγονότων / των εξελίξεων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.