Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαιρώ | διαιρούμε | διαιρούμαι | διαιρούμαστε |
διαιρείς | διαιρείτε | διαιρείσαι | διαιρείστε | ||
διαιρεί | διαιρούν(ε) | διαιρείται | διαιρούνται | ||
Imper fekt | διαιρούσα | διαιρούσαμε | διαιρούμουν | διαιρούμαστε | |
διαιρούσες | διαιρούσατε | ||||
διαιρούσε | διαιρούσαν(ε) | διαιρούνταν, διαιρείτο | διαιρούνταν, διαιρούντο | ||
Aorist | διαίρεσα | διαιρέσαμε | διαιρέθηκα | διαιρεθήκαμε | |
διαίρεσες | διαιρέσατε | διαιρέθηκες | διαιρεθήκατε | ||
διαίρεσε | διαίρεσαν, διαιρέσαν(ε) | διαιρέθηκε | διαιρέθηκαν, διαιρεθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαιρώ | θα διαιρούμε | θα διαιρούμαι | θα διαιρούμαστε | |
θα διαιρείς | θα διαιρείτε | θα διαιρείσαι | θα διαιρείστε | ||
θα διαιρεί | θα διαιρούν(ε) | θα διαιρείται | θα διαιρούνται | ||
Fut ur | θα διαιρέσω | θα διαιρέσουμε, | θα διαιρεθώ | θα διαιρεθούμε | |
θα διαιρέσεις | θα διαιρέσετε | θα διαιρεθείς | θα διαιρεθείτε | ||
θα διαιρέσει | θα διαιρέσουν(ε) | θα διαιρεθεί | θα διαιρεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαιρώ | να διαιρούμε | να διαιρούμαι | να διαιρούμαστε |
να διαιρείς | να διαιρείτε | να διαιρείσαι | να διαιρείστε | ||
να διαιρεί | να διαιρούν(ε) | να διαιρείται | να διαιρούνται | ||
Aorist | να διαιρέσω | να διαιρέσουμε, | να διαιρεθώ | να διαιρεθούμε | |
να διαιρέσεις | να διαιρέσετε | να διαιρεθείς | να διαιρεθείτε | ||
να διαιρέσει | να διαιρέσουν(ε) | να διαιρεθεί | να διαιρεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διαιρείτε | διαιρείστε | ||
Aorist | διαίρεσε | διαιρέστε, διαιρέσετε | διαιρέσου | διαιρεθείτε | |
Part izip | Pres | διαιρώντας | διαιρούμενος | ||
Perf | έχοντας διαιρέσει, έχοντας διαιρεμένο | διαιρεμένος/διηρημένος, -η, -ο | διαιρεμένοι/διηρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαιρέσει | διαιρεθεί |
διαιρώ [δieró] -ούμαι αόρ. διαιρέθηκα, απαρέμφ. διαιρεθεί, μππ. διαιρεμένος και διηρημένος* : 1. χωρίζω κτ. σε μέρη, σε τμήματα: H Kρήτη διαιρείται σε τέσσερις νομούς. H χώρα έχει διαιρεθεί σε διοικητικές περιφέρειες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.