δαμάζω altgriechisch δαμάζω proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
domestizieren |
zähmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δαμάζω | δαμάζουμε, δαμάζομε | δαμάζομαι | δαμαζόμαστε |
δαμάζεις | δαμάζετε | δαμάζεσαι | δαμάζεστε, δαμαζόσαστε | ||
δαμάζει | δαμάζουν(ε) | δαμάζεται | δαμάζονται | ||
Imper fekt | δάμαζα | δαμάζαμε | δαμαζόμουν(α) | δαμαζόμαστε, δαμαζόμασταν | |
δάμαζες | δαμάζατε | δαμαζόσουν(α) | δαμαζόσαστε, δαμαζόσασταν | ||
δάμαζε | δάμαζαν, δαμάζαν(ε) | δαμαζόταν(ε) | δαμάζονταν, δαμαζόντανε, δαμαζόντουσαν | ||
Aorist | δάμασα | δαμάσαμε | δαμάστηκα | δαμαστήκαμε | |
δάμασες | δαμάσατε | δαμάστηκες | δαμαστήκατε | ||
δάμασε | δάμασαν, δαμάσαν(ε) | δαμάστηκε | δαμάστηκαν, δαμαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δαμάσει | έχουμε δαμάσει | έχω δαμαστεί | έχουμε δαμαστεί | |
έχεις δαμάσει | έχετε δαμάσει | έχεις δαμαστεί | έχετε δαμαστεί | ||
έχει δαμάσει | έχουν δαμάσει | έχει δαμαστεί | έχουν δαμαστεί | ||
Plu per fekt | είχα δαμάσει είχα δαμασμένο | είχαμε δαμάσει είχαμε δαμσμένο | είχα δαμαστεί ήμουν δαμασμένος, -η | είχαμε δαμαστεί ήμαστε δαμασμένοι, -ες | |
είχες δαμάσει είχες δαμασμένο | είχατε δαμάσει είχατε δαμασμένο | είχες δαμαστεί ήσουν δαμασμένος, -η | είχατε δαμαστεί ήσαστε δαμασμένοι, -ες | ||
είχε δαμάσει είχε δαμασμένο | είχαν δαμάσει είχαν δαμασμένο | είχε δαμαστεί ήταν δαμασμένος, -η, -ο | είχαν δαμαστεί ήταν δαμασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δαμάζω | θα δαμάζουμε, | θα δαμάζομαι | θα δαμαζόμαστε | |
θα δαμάζεις | θα δαμάζετε | θα δαμάζεσαι | θα δαμάζεστε, | ||
θα δαμάζει | θα δαμάζουν(ε) | θα δαμάζεται | θα δαμάζονται | ||
Fut ur | θα δαμάσω | θα δαμάσουμε, | θα δαμαστώ | θα δαμαστούμε | |
θα δαμάσεις | θα δαμάσετε | θα δαμαστείς | θα δαμαστείτε | ||
θα δαμάσει | θα δαμάσουν(ε) | θα δαμαστεί | θα δαμαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δαμάσει θα έχω δαμασμένο | θα έχουμε δαμάσει θα έχουμε δαμασμένο | θα έχω δαμαστεί θα είμαι δαμασμένος, -η | θα έχουμε δαμαστεί | |
θα έχεις δαμάσει θα έχεις δαμασμένο | θα έχετε δαμάσει θα έχετε δαμασμένο | θα έχεις δαμαστεί θα είσαι δαμασμένος, -η | θα έχετε δαμαστεί θα είστε δαμασμένοι, -ες | ||
θα έχει δαμάσει θα έχει δαμασμένο | θα έχουν δαμάσει θα έχουν δαμασμένο | θα έχει δαμαστεί θα είναι δαμασμένος, -η, -ο | θα έχουν δαμαστεί θα είναι δαμασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δαμάζω | να δαμάζουμε, | να δαμάζομαι | να δαμαζόμαστε |
να δαμάζεις | να δαμάζετε | να δαμάζεσαι | να δαμάζεστε, | ||
να δαμάζει | να δαμάζουν(ε) | να δαμάζεται | να δαμάζονται | ||
Aorist | να δαμάσω | να δαμάσουμε, | να δαμαστώ | να δαμαστούμε | |
να δαμάσεις | να δαμάσετε | να δαμαστείς | να δαμαστείτε | ||
να δαμάσει | να δαμάσουν(ε) | να δαμαστεί | να δαμαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δαμάσει να έχω δαμασμένο | να έχουμε δαμάσει | να έχω δαμαστεί | να έχουμε δαμαστεί | |
να έχεις δαμάσει | να έχετε δαμάσει να έχετε δαμασμένο | να έχεις δαμαστεί να είσαι δαμασμένος, -η | να έχετε δαμαστεί να είστε δαμασμένοι, -ες | ||
να έχει δαμάσει να έχει δαμασμένο | να έχουν δαμάσει να έχουν δαμασμένο | να έχει δαμαστεί | να έχουν δαμαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δάμαζε | δαμάζετε | δαμάζεστε | |
Aorist | δάμασε | δαμάστε | δαμάσου | δαμαστείτε | |
Part izip | Pres | δαμάζοντας | δαμαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δαμάσει, | δαμασμένος, -η, -ο | δαμασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δαμάσει | δαμαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zähme | ||
du | zähmst | |||
er, sie, es | zähmt | |||
Präteritum | ich | zähmte | ||
Konjunktiv II | ich | zähmte | ||
Imperativ | Singular | zähme! | ||
Plural | zähmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezähmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zähmen |
δαμάζω [δamázo] -ομαι : 1. υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου: Ο θηριοδαμαστής δάμασε τα λιοντάρια. Ο Aλέξανδρος κατάφερε να δαμάσει το Bουκεφάλα. || (επέκτ.): H δασκάλα προσπάθησε άδικα να δαμάσει τα μικρά θηρία, τους ατίθασους μαθητές. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.