δαμάζω Verb  [damazo, thamazo, damazw]

  Verb
(0)

Etymologie zu δαμάζω

δαμάζω altgriechisch δαμάζω proto-indogermanisch *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
domestizieren
zähmen

Grammatik

Grammatik zu δαμάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δαμάζωδαμάζουμε, δαμάζομεδαμάζομαιδαμαζόμαστε
δαμάζειςδαμάζετεδαμάζεσαιδαμάζεστε, δαμαζόσαστε
δαμάζειδαμάζουν(ε)δαμάζεταιδαμάζονται
Imper
fekt
δάμαζαδαμάζαμεδαμαζόμουν(α)δαμαζόμαστε, δαμαζόμασταν
δάμαζεςδαμάζατεδαμαζόσουν(α)δαμαζόσαστε, δαμαζόσασταν
δάμαζεδάμαζαν, δαμάζαν(ε)δαμαζόταν(ε)δαμάζονταν, δαμαζόντανε, δαμαζόντουσαν
Aoristδάμασαδαμάσαμεδαμάστηκαδαμαστήκαμε
δάμασεςδαμάσατεδαμάστηκεςδαμαστήκατε
δάμασεδάμασαν, δαμάσαν(ε)δαμάστηκεδαμάστηκαν, δαμαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δαμάσει
έχω δαμασμένο
έχουμε δαμάσει
έχουμε δαμασμένο
έχω δαμαστεί
είμαι δαμασμένος, -η
έχουμε δαμαστεί
είμαστε δαμασμένοι, -ες
έχεις δαμάσει
έχεις δαμασμένο
έχετε δαμάσει
έχετε δαμασμένο
έχεις δαμαστεί
είσαι δαμασμένος, -η
έχετε δαμαστεί
είστε δαμασμένοι, -ες
έχει δαμάσει
έχει δαμασμένο
έχουν δαμάσει
έχουν δαμασμένο
έχει δαμαστεί
είναι δαμασμένος, -η, -ο
έχουν δαμαστεί
είναι δαμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δαμάσει
είχα δαμασμένο
είχαμε δαμάσει
είχαμε δαμσμένο
είχα δαμαστεί
ήμουν δαμασμένος, -η
είχαμε δαμαστεί
ήμαστε δαμασμένοι, -ες
είχες δαμάσει
είχες δαμασμένο
είχατε δαμάσει
είχατε δαμασμένο
είχες δαμαστεί
ήσουν δαμασμένος, -η
είχατε δαμαστεί
ήσαστε δαμασμένοι, -ες
είχε δαμάσει
είχε δαμασμένο
είχαν δαμάσει
είχαν δαμασμένο
είχε δαμαστεί
ήταν δαμασμένος, -η, -ο
είχαν δαμαστεί
ήταν δαμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δαμάζωθα δαμάζουμε, θα δαμάζομεθα δαμάζομαιθα δαμαζόμαστε
θα δαμάζειςθα δαμάζετεθα δαμάζεσαιθα δαμάζεστε, θα δαμαζόσαστε
θα δαμάζειθα δαμάζουν(ε)θα δαμάζεταιθα δαμάζονται
Fut
ur
θα δαμάσωθα δαμάσουμε, θα δαμάζομεθα δαμαστώθα δαμαστούμε
θα δαμάσειςθα δαμάσετεθα δαμαστείςθα δαμαστείτε
θα δαμάσειθα δαμάσουν(ε)θα δαμαστείθα δαμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δαμάσει
θα έχω δαμασμένο
θα έχουμε δαμάσει
θα έχουμε δαμασμένο
θα έχω δαμαστεί
θα είμαι δαμασμένος, -η
θα έχουμε δαμαστεί
θα είμαστε δαμασμένοι, -ες
θα έχεις δαμάσει
θα έχεις δαμασμένο
θα έχετε δαμάσει
θα έχετε δαμασμένο
θα έχεις δαμαστεί
θα είσαι δαμασμένος, -η
θα έχετε δαμαστεί
θα είστε δαμασμένοι, -ες
θα έχει δαμάσει
θα έχει δαμασμένο
θα έχουν δαμάσει
θα έχουν δαμασμένο
θα έχει δαμαστεί
θα είναι δαμασμένος, -η, -ο
θα έχουν δαμαστεί
θα είναι δαμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δαμάζωνα δαμάζουμε, να δαμάζομενα δαμάζομαινα δαμαζόμαστε
να δαμάζειςνα δαμάζετενα δαμάζεσαινα δαμάζεστε, να δαμαζόσαστε
να δαμάζεινα δαμάζουν(ε)να δαμάζεταινα δαμάζονται
Aoristνα δαμάσωνα δαμάσουμε, να δαμάσομενα δαμαστώνα δαμαστούμε
να δαμάσειςνα δαμάσετενα δαμαστείςνα δαμαστείτε
να δαμάσεινα δαμάσουν(ε)να δαμαστείνα δαμαστούν(ε)
Perfνα έχω δαμάσει
να έχω δαμασμένο
να έχουμε δαμάσει
να έχουμε δαμασμένο
να έχω δαμαστεί
να είμαι δαμασμένος, -η
να έχουμε δαμαστεί
να είμαστε δαμασμένοι, -ες
να έχεις δαμάσει
να έχεις δαμασμένο
να έχετε δαμάσει
να έχετε δαμασμένο
να έχεις δαμαστεί
να είσαι δαμασμένος, -η
να έχετε δαμαστεί
να είστε δαμασμένοι, -ες
να έχει δαμάσει
να έχει δαμασμένο
να έχουν δαμάσει
να έχουν δαμασμένο
να έχει δαμαστεί
να είναι δαμασμένος, -η, -ο
να έχουν δαμαστεί
να είναι δαμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδάμαζεδαμάζετεδαμάζεστε
Aoristδάμασεδαμάστεδαμάσουδαμαστείτε
Part
izip
Presδαμάζονταςδαμαζόμενος
Perfέχοντας δαμάσει, έχοντας δαμασμένοδαμασμένος, -η, -οδαμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδαμάσειδαμαστεί





Griechische Definition zu δαμάζω

δαμάζω [δamázo] -ομαι : 1. υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου: Ο θηριοδαμαστής δάμασε τα λιοντάρια. Ο Aλέξανδρος κατάφερε να δαμάσει το Bουκεφάλα. || (επέκτ.): H δασκάλα προσπάθησε άδικα να δαμάσει τα μικρά θηρία, τους ατίθασους μαθητές. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback