δαγκώνω δαγκάνω altgriechisch δάκνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δεν πρέπει να δαγκώνω πια, καταλαβαίνετε; | Ich muss nicht mehr beißen, verstehen Sie? Übersetzung nicht bestätigt |
Oο, όπως.. το να καταδιώκω αμάξια και να δαγκώνω τον ταχυδρόμο; | Zum Beispiel Autos jagen und den Postboten beißen? Übersetzung nicht bestätigt |
'Ελα πιο κοντά, δε δαγκώνω. | Komm näher, ich werde nicht beißen. Übersetzung nicht bestätigt |
Δε δαγκώνω. | Bäume, die bellen, beißen nicht. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν δαγκώνω. | Ich werde auch nicht beißen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δαγκώνω | δαγκώνουμε, δαγκώνομε | δαγκώνομαι | δαγκωνόμαστε |
δαγκώνεις | δαγκώνετε | δαγκώνεσαι | δαγκώνεστε, δαγκωνόσαστε | ||
δαγκώνει | δαγκώνουν(ε) | δαγκώνεται | δαγκώνονται | ||
Imper fekt | δάγκωνα | δαγκώναμε | δαγκωνόμουν(α) | δαγκωνόμαστε, δαγκωνόμασταν | |
δάγκωνες | δαγκώνατε | δαγκωνόσουν(α) | δαγκωνόσαστε, δαγκωνόσασταν | ||
δάγκωνε | δάγκωναν, δαγκώναν(ε) | δαγκωνόταν(ε) | δαγκώνονταν, δαγκωνόντανε, δαγκωνόντουσαν | ||
Aorist | δάγκωσα | δαγκώσαμε | δαγκώθηκα | δαγκωθήκαμε | |
δάγκωσες | δαγκώσατε | δαγκώθηκες | δαγκωθήκατε | ||
δάγκωσε | δάγκωσαν, δαγκώσαν(ε) | δαγκώθηκε | δαγκώθηκαν, δαγκωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δαγκώνω | θα δαγκώνουμε, | θα δαγκώνομαι | θα δαγκωνόμαστε | |
θα δαγκώνεις | θα δαγκώνετε | θα δαγκώνεσαι | θα δαγκώνεστε, | ||
θα δαγκώνει | θα δαγκώνουν(ε) | θα δαγκώνεται | θα δαγκώνονται | ||
Fut ur | θα δαγκώσω | θα δαγκώσουμε, | θα δαγκωθώ | θα δαγκωθούμε | |
θα δαγκώσεις | θα δαγκώσετε | θα δαγκωθείς | θα δαγκωθείτε | ||
θα δαγκώσει | θα δαγκώσουν | θα δαγκωθεί | θα δαγκωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δαγκώνω | να δαγκώνουμε, | να δαγκώνομαι | να δαγκωνόμαστε |
να δαγκώνεις | να δαγκώνετε | να δαγκώνεσαι | να δαγκώνεστε, | ||
να δαγκώνει | να δαγκώνουν(ε) | να δαγκώνεται | να δαγκώνονται | ||
Aorist | να δαγκώσω | να δαγκώσουμε, | να δαγκωθώ | να δαγκωθούμε | |
να δαγκώσεις | να δαγκώσετε | να δαγκωθείς | να δαγκωθείτε | ||
να δαγκώσει | να δαγκώσουν(ε) | να δαγκωθεί | να δαγκωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις δαγκώσει να έχεις δαγκωμένο | να έχετε δαγκώσει να έχετε δαγκωμένο | να έχεις δαγκωθεί να είσαι δαγκωμένος, -η | να έχετε δαγκωθεί να είστε δαγκωμένοι, -ες | ||
να έχει δαγκώσει να έχει δαγκωμένο | να έχουν δαγκώσει να έχουν δαγκωμένο | να έχει δαγκωθεί | να έχουν δαγκωθεί | ||
Imper ativ | Pres | δάγκωνε | δαγκώνετε | δαγκώνεστε | |
Aorist | δάγκωσε | δαγκώστε, δαγκώσετε | δαγκώσου | δαγκωθείτε | |
Part izip | Pres | δαγκώνοντας | |||
Perf | έχοντας δαγκώσει, | δαγκωμένος, -η, -ο | δαγκωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δαγκώσει | δαγκωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beiße | ||
du | beißt | |||
er, sie, es | beißt | |||
Präteritum | ich | biss | ||
Konjunktiv II | ich | bisse | ||
Imperativ | Singular | beiße! beiß! | ||
Plural | beißt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebissen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beißen |
δαγκώνω [δaŋgóno] -ομαι & δαγκάνω [δaŋgáno] -ομαι : 1α. πιάνω κτ. δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι: δαγκώνω το κουλούρι. Ποιος δάγκασε το ψωμί; Tο μήλο ήταν δαγκωμένο. ΦΡ δαγκώνω τη λαμαρίνα*. || προκαλώ τραυματισμό με τα δόντια: Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει! Tον δάγκασε οχιά και πέθανε. Δάγκωσα τη γλώσσα μου, κατά λάθος. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει* δε δαγκώνει. Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα* το. β. τοποθετώ κτ. ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω: δαγκώνω το μολύβι / την πίπα. || δαγκώθηκα, και σπανιότερα δαγκώνομαι: α. Δαγκώθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες, συγκρατήθηκα. β. για κτ. δυσάρεστο και συνήθ. αναπάντεχο, το οποίο άκουσα, είδα κτλ.: Δαγκώθηκα όταν άκουσα την είδηση. || (έκφρ.) δαγκώνω τα χείλια μου, από αμηχανία, για να μη γελάσω ή για να μη φωνάξω δυνατά. ΦΡ δάγκασε / φάε τη γλώσσα* σου! [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.