γλιτώνω Verb  [glitono, rlitono, glitwnw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu γλιτώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γλιτώνω, γλυτώνωγλιτώνουμε, γλιτώνομε
γλιτώνειςγλιτώνετε
γλιτώνειγλιτώνουν(ε)
Imper
fekt
γλίτωναγλιτώναμε
γλίτωνεςγλιτώνατε
γλίτωνεγλίτωναν, γλιτώναν(ε)
Aoristγλίτωσαγλιτώσαμε
γλίτωσεςγλιτώσατε
γλίτωσεγλίτωσαν, γλιτώσαν(ε)
Per
fekt
έχω γλιτώσειέχουμε γλιτώσει
έχεις γλιτώσειέχετε γλιτώσει
έχει γλιτώσειέχουν γλιτώσει
Plu
per
fekt
είχα γλιτώσειείχαμε γλιτώσει
είχες γλιτώσειείχατε γλιτώσει
είχε γλιτώσειείχαν γλιτώσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γλιτώνωθα γλιτώνουμε, θα γλιτώνομε
θα γλιτώνειςθα γλιτώνετε
θα γλιτώνειθα γλιτώνουν(ε)
Fut
ur
θα γλιτώσωθα γλιτώσουμε, θα γλιτώσομε
θα γλιτώσειςθα γλιτώσετε
θα γλιτώσειθα γλιτώσουν
Fut
ur II
θα έχω γλιτώσειθα έχουμε γλιτώσει
θα έχεις γλιτώσειθα έχετε γλιτώσει
θα έχει γλιτώσειθα έχουν γλιτώσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γλιτώνωνα γλιτώνουμε, να γλιτώνομε
να γλιτώνειςνα γλιτώνετε
να γλιτώνεινα γλιτώνουν(ε)
Aoristνα γλιτώσωνα γλιτώσουμε, να γλιτώσομε
να γλιτώσειςνα γλιτώσετε
να γλιτώσεινα γλιτώσουν(ε)
Perfνα έχω γλιτώσεινα έχουμε γλιτώσει
να έχεις γλιτώσεινα έχετε γλιτώσει
να έχει γλιτώσεινα έχουν γλιτώσει
Imper
ativ
Presγλίτωνεγλιτώνετε
Aoristγλίτωσεγλιτώστε, γλιτώσετε
Part
izip
Presγλιτώνοντας
Perfέχοντας γλιτώσει
InfinAoristγλιτώσει





Griechische Definition zu γλιτώνω

γλιτώνω [γdivtóno] Ρ1α : κατορθώνω να σώσω ή να απαλλάξω κπ. ή κτ., να σωθώ ή να απαλλαγώ από έναν κίνδυνο, μια απειλή, μια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Ο γιατρός με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Γλίτωσέ με, Θεέ μου, από τα βάσανα! Aπό το αεροπορικό δυστύχημα δε γλίτωσε κανείς. Είδα κι έπαθα να γλιτώσω απ΄ αυτόν τον μπελά. Θα γλιτώσουν από την οικοπεδοποίηση τα λίγα δάση που μας απέμειναν; Nα γλιτώσουμε τα λίγα νεοκλασικά σπίτια που απέμειναν. Δε θα μου γλιτώσει, κάπου θα τον πετύχω, δε θα μου ξεφύγει. Άμα πέσει στα χέρια μου, δε γλιτώνει με τίποτα. γλιτώνω το τομάρι μου / το κεφάλι μου. γλιτώνω παρά τρίχα, για κπ. που διέτρεξε μεγάλον κίνδυνο. (έκφρ.) δεν τη γλιτώνει, για επαπειλούμενο κακό. φτηνά* τη γλίτωσα. ΦΡ γλιτώνω από του χάρου* τα δόντια / το στόμα / τα νύχια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα δόντια / το στόμα / τα νύχια. γλιτώνω από το στόμα του λύκου*. γλιτώνω κπ. από το στόμα του λύκου*. || απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση, δαπάνη κτλ.: Άμα πάμε εκδρομή, θα γλιτώσουμε και το μάθημα. Aγόρασα σπίτι και γλίτωσα από το ενοίκιο.

[μσν. γλυτώνω < εγλυτώνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < εκλυτώνω (με αφομ. ηχηρ. του [k] προς το [l] ) < ελνστ. ἔκλυτ(ος) `αφημένος ελεύθερος, χωρίς χαλινάρι΄ (αρχ. σημ.: `χαλαρός΄) > -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback