γερνώ Verb  [gerno, jerno, gernw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu γερνώ

γερνώ γεράζω altgriechisch γηράσκω / γηράω / γηρῶ γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂-


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γερνώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γέρνωγέρνουμε, γέρνομε
γέρνειςγέρνετε
γέρνειγέρνουν(ε)
Imper
fekt
έγερναγέρναμε
έγερνεςγέρνατε
έγερνεέγερναν, γέρναν(ε)
Aoristέγειραγείραμε
έγειρεςγείρατε
έγειρεέγειραν, γείραν(ε)
Per
fekt
έχω γείρει
έχω γερμένο
έχουμε γείρει
έχουμε γερμένο
έχεις γείρει
έχεις γερμένο
έχετε γείρει
έχετε γερμένο
έχει γείρει
έχει γερμένο
έχουν γείρει
έχουν γερμένο
Plu
per
fekt
είχα γείρει
είχα γερμένο
είχαμε γείρει
είχαμε γερμένο
είχες γείρει
είχες γερμένο
είχατε γείρει
είχατε γερμένο
είχε γείρει
είχε γερμένο
είχαν γείρει
είχαν γερμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γέρνωθα γέρνουμε, θα γέρνομε
θα γέρνειςθα γέρνετε
θα γέρνειθα γέρνουν(ε)
Fut
ur
θα γείρωθα γείρουμε, θα γείρομε
θα γείρειςθα γείρετε
θα γείρειθα γείρουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γείρει
θα έχω γερμένο
θα έχουμε γείρει
θα έχουμε γερμένο
θα έχεις γείρει
θα έχεις γερμένο
θα έχετε γείρει
θα έχετε γερμένο
θα έχει γείρει
θα έχει γερμένο
θα έχουν γείρει
θα έχουν γερμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γέρνωνα γέρνουμε, να γέρνομε
να γέρνειςνα γέρνετε
να γέρνεινα γέρνουν(ε)
Aoristνα γείρωνα γείρουμε, να γείρομε
να γείρειςνα γείρετε
να γείρεινα γείρουν(ε)
Perfνα έχω γείρει
να έχω γερμένο
να έχουμε γείρει
να έχουμε γερμένο
να έχεις γείρει
να έχεις γερμένο
να έχετε γείρει
να έχετε γερμένο
να έχει γείρει
να έχει γερμένο
να έχουν γείρει
να έχουν γερμένο
Imper
ativ
Presγέρνεγέρνετε
Aoristγείρεγείρτε
Part
izip
Presγέρνοντας
Perfέχοντας γείρει, έχοντας γερμένο
InfinAoristγείρει



Griechische Definition zu γερνώ

γέρνω [jérno] Ρ αόρ. έγειρα, απαρέμφ. γείρει, μππ. γερμένος : 1α. φέρνω κτ. σε πλάγια θέση δημιουργώντας έτσι μια ασταθή ισορροπία ή μια αφύσικη στάση: Γείρε τη στάμνα και χύσε μου λίγο νερό. Γέρνει το κορμί του. Περπατούσε με γερμένους τους ώμους. || γερνώ τα παντζούρια / την πόρτα, μισοκλείνω. β. παρουσιάζω κλίση, έρχομαι σε πλάγια θέση, χάνω την ευστάθεια και την ισορροπία μου: H βάρκα έγειρε από τη μια πλευρά. Γέρνει ο πίνακας. Ο τοίχος έγειρε λιγάκι. Tα κλαδιά των δέντρων έγειραν από τον καρπό / από το χιόνι. ΦΡ η πλάστιγγα* γέρνει / κλίνει. γ. σκύβω: Έγειρε από το μπαλκόνι και κόντεψε να πέσει. Mη γέρνεις τόσο πολύ. || Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε. Έγειρε στην αγκαλιά του. Έγειρα να ξεκουραστώ, ξάπλωσα. || (μτφ.): Δεν έχει πού να γείρει η άμοιρη, πού να στηριχτεί. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback