βαράω Verb  [varao, baraw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu βαράω

βαράω altgriechisch βαρῶ (συνηρημένη μορφή του βαρέω) βάρος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βαράω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βαράω, βαρώβαράμε, βαρούμε
βαράςβαράτε
βαράει, βαράβαράν(ε), βαρούν(ε)
Imper
fekt
βαρούσα, βάραγαβαρούσαμε, βαράγαμε
βαρούσες, βάραγεςβαρούσατε, βαράγατε
βαρούσε, βάραγεβαρούσαν(ε), βάραγαν, βαράγανε
Aoristβάρεσαβαρέσαμε
βάρεσεςβαρέσατε
βάρεσεβάρεσαν, βαρέσαν(ε)
Perf
ekt
έχω βαρέσει
έχω βαρεμένο
έχουμε βαρέσει
έχουμε βαρεμένο
έχεις βαρέσει
έχεις βαρεμένο
έχετε βαρέσει
έχετε βαρεμένο
έχει βαρέσει
έχει βαρεμένο
έχουν βαρέσει
έχουν βαρεμένο
Plu
perf
ekt
είχα βαρέσει
είχα βαρεμένο
είχαμε βαρέσει
είχαμε βαρεμένο
είχες βαρέσει
είχες βαρεμένο
είχατε βαρέσει
είχατε βαρεμένο
είχε βαρέσει
είχε βαρεμένο
είχαν βαρέσει
είχαν βαρεμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βαράω, θα βαρώθα βαράμε, θα βαρούμε
θα βαράςθα βαράτε
θα βαράει, θα βαράθα βαράν(ε), θα βαρούν(ε)
Fut
ur
θα βαρέσωθα βαρέσουμε, θα βαρέσομε
θα βαρέσειςθα βαρέσετε
θα βαρέσειθα βαρέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βαρέσει
θα έχω βαρεμένο
θα έχουμε βαρέσει
θα έχουμε βαρεμένο
θα έχεις βαρέσει
θα έχεις βαρεμένο
θα έχετε βαρέσει
θα έχετε βαρεμένο
θα έχει βαρέσει
θα έχει βαρεμένο
θα έχουν βαρέσει
θα έχουν βαρεμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βαράω, να βαρώνα βαράμε, να βαρούμε
να βαράςνα βαράτε
να βαράει, να βαράνα βαράν(ε), να βαρούν(ε)
Aoristνα βαρέσωνα βαρέσουμε, να βαρέσομε
να βαρέσειςνα βαρέσετε
να βαρέσεινα βαρέσουν(ε)
Perfνα έχω βαρέσει
να έχω βαρεμένο
να έχουμε βαρέσει
να έχουμε βαρεμένο
να έχεις βαρέσει
να έχεις βαρεμένο
να έχετε βαρέσει
να έχετε βαρεμένο
να έχει βαρέσει
να έχει βαρεμένο
να έχουν βαρέσει
να έχουν βαρεμένο
Imper
ativ
Presβάρα, βάραγεβαράτε
Aoristβάρεσε, βάραβαρέστε
Part
izip
Presβαρώντας
Perfέχοντας βαρέσει, έχοντας βαρεμένο
InfinAoristβαρέσει



Griechische Definition zu βαράω

βαράω [varáo] & .5α μππ. βαρεμένος : (οικ.) 1. χτυπώ, δέρνω: Mη βαράς, δε φταίω εγώ. Tον βάρεσε άσχημα. Mη με προκαλείς, θα σε βαρέσω. || (μτφ.): Tον βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, τον ζάλισε. Mε βάρεσε το κρασί στο κεφάλι, μου προκάλεσε κεφαλόπονο, κακοδιαθεσία, με ζάλισε. Tον βάρεσε η τρέλα, τρελάθηκε. || (έκφρ.) είναι βαρεμένος, λοξός, τρελός. ΦΡ βαράω το κεφάλι* μου στον τοίχο. βαράω γροθιές στο μαχαίρι, τα βάζω με ισχυρότερους. βαράω μύγες*. μου τη βάρεσε: α. εκνευρίστηκα, συγχύστηκα, οργίστηκα. β. μου ήρθε στο μυαλό, αποφάσισα αυθαίρετα· ΣYN ΦΡ μου την έδωσε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback