αυτόματα Adv.  [aftomata, aytomata]

  Adj.
(3383)
(11)

Etymologie zu αυτόματα

αυτόματα αυτόματος + -α


GriechischDeutsch
Τα ηλεκτρονικά μηνύματα επιβεβαίωσης στα οποία αναφέρεται η εταιρεία αποστέλλονται αυτόματα και επιβεβαιώνουν ότι η διάρθρωση της έκθεσης πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται στο παράρτημα της ανάληψης υποχρεώσεων.Die von dem Unternehmen angeführte E-Mail-Bestätigung wird automatisch erzeugt und bescheinigt lediglich, dass die Struktur des Berichts die technischen Spezifikationen im Anhang des Verpflichtungstextes erfüllt.

Übersetzung bestätigt

Οι αναπληρωτές αντικαθιστούν αυτόματα τα απόντα μέλη.Abwesende Mitglieder werden automatisch durch ihre Stellvertreter ersetzt.

Übersetzung bestätigt

Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 6, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έχουν εκδώσει απόφαση για τη χορήγηση νέας κοινοτικής εγγύησης στην ΕΤΕπ για τις χρηματοδοτικές της δραστηριότητες εκτός Κοινότητας, η περίοδος αυτή παρατείνεται αυτόματα κατά έξι μήνες.Haben das Europäische Parlament und der Rat bei Ablauf des in Absatz 6 genannten Zeitraums noch keinen Beschluss gefasst, mit dem der EIB eine neue Gemeinschaftsgarantie für ihre Finanzierungen außerhalb der Gemeinschaft gewährt wird, so verlängert sich jener Zeitraum automatisch um sechs Monate.

Übersetzung bestätigt

Ο εξωτερικός φωτισμός που δεν απαιτείται για λόγους ασφαλείας διακόπτεται αυτόματα μετά από προκαθορισμένο χρόνο, ή ενεργοποιείται με αισθητήρα προσέγγισης.Die Außenbeleuchtung, die nicht aus Sicherheitsgründen erforderlich ist, muss sich zu einem festgelegten Zeitpunkt automatisch ausschalten oder durch Näherungssensoren eingeschaltet werden.

Übersetzung bestätigt

Οι πλήρως λειτουργικοί εργαστηριακοί μετρητές μπορούν να ενοποιούν τιμές επί ορισμένο χρονικό διάστημα έκθεσης και να εμφανίζουν τη μέση τιμή αυτόματα.können Werte über einen bestimmten Zeitraum integrieren und automatisch den Durchschnittswert ermitteln.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αυτόματα.



Griechische Definition zu αυτόματα

αυτόματα [aftόmata] adv (L)

① without external intervention, by o.s., automatically, spontaneously, naturally (syn αυτοματικά 1, αυτομάτως 1, near-syn φυσιολογικά):
το ερώτημα αυτό γεννήθηκε αυτόματα μέσα μου (Kanellop) |
το πρωτογενές άτομο δεν είναι νοητό να βγήκε αυτόματα από το μηδέν (Theotokas) |
οι οπαδοί μιας ιδέας γίνονται αυτόματα οπαδοί του πρωτεργάτη που την ενσαρκώνει (Vranousis) |
το βασικό στοιχείο [της σπείρας] ήταν πολύ εύκολο να δημιουργηθεί αυτόματακαι ανεξάρτητα σε διάφορες περιοχές (NPlaton)
ⓐ in consequence or by the force of circumstances, ipso facto, automatically (syn αυτοματικά 1b, αυτομάτως 1b):
έγινε αυτόματα, σύμφωνα με το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής, ο νόμιμος διεκδικητής .. του γαλλικού θρόνου (Kanellop) |
επειδή η εποχή είναι μεγάλη, δεν σημαίνει ότι αυτόματα είναι και οι άνθρωποι μεγάλοι (Theodorakop) |
αν είσαι φίλος του ενός, γίνεσαι αυτόματα εχθρός του άλλου (Panagiotop) |
θα έρθει ο καιρός εκείνος που τα κοινωνικά συμφέροντα δεν θα έχουν όφελος από τον πόλεμο, οπότε θα καταργηθεί αυτόματα (Argyriou, adapted)
② without conscious intention, automatically, mechanically, unthinkingly (syn αυτοματικά 2, αυτομάτως 2, μηχανικά, near-syn ενστικτωδώς):
αντιδρά, απαντά, κινείται αυτόματα |
το παιδί, μόνο με το κουδούνισμα, τραβούσε αυτόματα το δάχτυλό του, σάμπως να αισθανόταν το ρεύμα (Geros) |
χωρίς να το καταλαβαίνει, ψάχνει αυτόματα για καινούργιες εκφράσεις του εαυτού του (Chatzinis) |
άξαφνα τυφλωθήκαν απ' το φως· αυτόματακρύψαν τα μάτια τους κι οι δυο (Gritsi-M) |
αυτόματα το χέρι του σηκώθηκε κι ακούμπησε στα στήθια της (AAGeorgiadis-K)
ⓑ through an automatic mechanism, automatically (syn αυτομάτως 2b):
η μηχανή εργάζεται αυτόματα |
τα φώτα ανάβουν αυτόματα |
ένα χαρτονάκι πετιέται από μια θήκη του κουτιού και σας προσφέρεται αυτόματα (Venezis) |
η τηλεφωνική επικοινωνία γίνεται αυτόματα (Vasileiou) |
poem .. σαν έκανε να δρασκελίσει το κατώφλι και να φύγει, | έκλεισε η πόρτα αυτόματα κλ (Ritsos)
③ on the spot, immediately (syn αμέσως 2, αυτομάτως 3):
[η δουλειά] σταματάει αυτόματα με τη φωνή της σειρήνας (Chatzinis) |
φτάνουν λίγες φράσεις από μια τυχαία συνομιλία, για να μας μεταφέρουν αυτόματα πίσω εννιά δέκα χρόνια (id.) |
στο μυαλό του K. περνάει αυτόματα η σκέψη ότι οι εχθροί του του στήσανε πλεκτάνη (Petsadivs) |
αυτόματα θα συλλαμβάνονταν όσοι τυχόν θα 'θελαν να μας τη σκάσουν (Stratou)
[der of αυτόματος2]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback