αστειεύομαι Verb  [astievome, asteieyomai]

  Verb
(4)
  Verb
(0)

Etymologie zu αστειεύομαι

αστειεύομαι Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Δεν αστειεύομαι με αυτά.Würde ich bei so etwas scherzen?

Übersetzung nicht bestätigt

Το βρίσκω προτιμότερο να μην αστειεύομαι με τις διανοητικές διαταραχές, δεν νομίζετε, Αδελφή Σνάιντερ;Wir sollten über psychische Leiden nicht scherzen, oder, Schwester Schnider?

Übersetzung nicht bestätigt

Σου φαίνομαι να αστειεύομαι;Dachtest du, ich würde scherzen?

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν αστειεύομαι εξ ολοκλήρου.Ich beliebe nicht gänzlich zu scherzen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αστειεύομαι

Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αστειεύομαιαστειευόμαστε
αστειεύεσαιαστειεύεστε, αστειευόσαστε
αστειεύεταιαστειεύονται
Imper
fekt
αστειευόμουν(α)αστειευόμαστε, αστειευόμασταν
αστειευόσουν(α)αστειευόσαστε, αστειευόσασταν
αστειευόταν(ε)αστειεύονταν, αστειευόντανε, αστειευόντουσαν
Aoristαστειεύτηκααστειευτήκαμε
αστειεύτηκεςαστειευτήκατε
αστειεύτηκεαστειεύτηκαν, αστειευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αστειευτείέχουμε αστειευτεί
έχεις αστειευτείέχετε αστειευτεί
έχει αστειευτείέχουν αστειευτεί
Plu
per
fekt
είχα αστειευτείείχαμε αστειευτεί
είχες αστειευτείείχατε αστειευτεί
είχε αστειευτείείχαν αστειευτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αστειεύομαιθα αστειευόμαστε
θα αστειεύεσαιθα αστειεύεστε, θα αστειευόσαστε
θα αστειεύεταιθα αστειεύονται
Fut
ur
θα αστειευτώθα αστειευτούμε
θα αστειευτείςθα αστειευτείτε
θα αστειευτείθα αστειευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αστειευτείθα έχουμε αστειευτεί
θα έχεις αστειευτείθα έχετε αστειευτεί
θα έχει αστειευτείθα έχουν αστειευτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αστειεύομαινα αστειευόμαστε
να αστειεύεσαινα αστειεύεστε, να αστειευόσαστε
να αστειεύεταινα αστειεύονται
Aoristνα αστειευτώνα αστειευτούμε
να αστειευτείςνα αστειευτείτε
να αστειευτείνα αστειευτούν(ε)
Perfνα έχω αστειευτείνα έχουμε αστειευτεί
να έχεις αστειευτείνα έχετε αστειευτεί
να έχει αστειευτείνα έχουν αστειευτεί
Imper
ativ
Presαστειεύεστε
Aoristαστειέψουαστειευτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristαστειευτεί







Griechische Definition zu αστειεύομαι

αστειεύομαι [astiévome] .1β : α.λέω αστεία, παρουσιάζοντας συνήθ. σοβαρά πράγματα από την εύθυμη πλευρά τους: Kουβεντιάσαμε, αστειευτήκαμε και περάσαμε ευχάριστα. β. λέω σαν αστείο κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ANT σοβαρολογώ: Tου είπα αστειευόμενος, ότι περιμένω επίσημη πρόσκληση για να τον επισκεφτώ. Δεν αστειεύομαι, έτσι είναι όπως το λέω. M΄ αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορείς να αστειευτείς, δε σηκώνει αστεία. || το β' ενικό πρόσωπο για να τονίσουμε την άρνηση ή την κατάφαση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Θα δεχτείς την πρόταση; - Aστειεύεσαι; / Θα αστειεύεσαι βέβαια;, όχι δε θα τη δεχτώ. Θα με βοηθήσεις στη δουλειά; - Aστειεύεσαι;, οπωσδήποτε. || για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει κτ.: Aυτή τη φορά δεν αστειεύομαι, θα τον τιμωρήσω / θα αρχίσω να δουλεύω. Aυτός δεν αστειεύεται. || αντιμετωπίζω κτ. επιπόλαια: Δεν πρέπει να αστειευόμαστε με τόσο σοβαρά θέματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστειεύομαι `μιλώ με πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanter]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback