Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δεν αστειεύομαι με αυτά. | Würde ich bei so etwas scherzen? Übersetzung nicht bestätigt |
Το βρίσκω προτιμότερο να μην αστειεύομαι με τις διανοητικές διαταραχές, δεν νομίζετε, Αδελφή Σνάιντερ; | Wir sollten über psychische Leiden nicht scherzen, oder, Schwester Schnider? Übersetzung nicht bestätigt |
Σου φαίνομαι να αστειεύομαι; | Dachtest du, ich würde scherzen? Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν αστειεύομαι εξ ολοκλήρου. | Ich beliebe nicht gänzlich zu scherzen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Middle | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αστειεύομαι | αστειευόμαστε |
αστειεύεσαι | αστειεύεστε, αστειευόσαστε | ||
αστειεύεται | αστειεύονται | ||
Imper fekt | αστειευόμουν(α) | αστειευόμαστε, αστειευόμασταν | |
αστειευόσουν(α) | αστειευόσαστε, αστειευόσασταν | ||
αστειευόταν(ε) | αστειεύονταν, αστειευόντανε, αστειευόντουσαν | ||
Aorist | αστειεύτηκα | αστειευτήκαμε | |
αστειεύτηκες | αστειευτήκατε | ||
αστειεύτηκε | αστειεύτηκαν, αστειευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αστειευτεί | έχουμε αστειευτεί | |
έχεις αστειευτεί | έχετε αστειευτεί | ||
έχει αστειευτεί | έχουν αστειευτεί | ||
Plu per fekt | είχα αστειευτεί | είχαμε αστειευτεί | |
είχες αστειευτεί | είχατε αστειευτεί | ||
είχε αστειευτεί | είχαν αστειευτεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αστειεύομαι | θα αστειευόμαστε | |
θα αστειεύεσαι | θα αστειεύεστε, θα αστειευόσαστε | ||
θα αστειεύεται | θα αστειεύονται | ||
Fut ur | θα αστειευτώ | θα αστειευτούμε | |
θα αστειευτείς | θα αστειευτείτε | ||
θα αστειευτεί | θα αστειευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αστειευτεί | θα έχουμε αστειευτεί | |
θα έχεις αστειευτεί | θα έχετε αστειευτεί | ||
θα έχει αστειευτεί | θα έχουν αστειευτεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αστειεύομαι | να αστειευόμαστε |
να αστειεύεσαι | να αστειεύεστε, να αστειευόσαστε | ||
να αστειεύεται | να αστειεύονται | ||
Aorist | να αστειευτώ | να αστειευτούμε | |
να αστειευτείς | να αστειευτείτε | ||
να αστειευτεί | να αστειευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αστειευτεί | να έχουμε αστειευτεί | |
να έχεις αστειευτεί | να έχετε αστειευτεί | ||
να έχει αστειευτεί | να έχουν αστειευτεί | ||
Imper ativ | Pres | αστειεύεστε | |
Aorist | αστειέψου | αστειευτείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | αστειευτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | scherze | ||
du | scherzt | |||
er, sie, es | scherzt | |||
Präteritum | ich | scherzte | ||
Konjunktiv II | ich | scherzte | ||
Imperativ | Singular | scherze! | ||
Plural | scherzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gescherzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:scherzen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schäkere | ||
du | schäkerst | |||
er, sie, es | schäkert | |||
Präteritum | ich | schäkerte | ||
Konjunktiv II | ich | schäkerte | ||
Imperativ | Singular | schäkere! schäker! | ||
Plural | schäkert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschäkert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schäkern |
αστειεύομαι [astiévome] .1β : α.λέω αστεία, παρουσιάζοντας συνήθ. σοβαρά πράγματα από την εύθυμη πλευρά τους: Kουβεντιάσαμε, αστειευτήκαμε και περάσαμε ευχάριστα. β. λέω σαν αστείο κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ANT σοβαρολογώ: Tου είπα αστειευόμενος, ότι περιμένω επίσημη πρόσκληση για να τον επισκεφτώ. Δεν αστειεύομαι, έτσι είναι όπως το λέω. M΄ αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορείς να αστειευτείς, δε σηκώνει αστεία. || το β' ενικό πρόσωπο για να τονίσουμε την άρνηση ή την κατάφαση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Θα δεχτείς την πρόταση; - Aστειεύεσαι; / Θα αστειεύεσαι βέβαια;, όχι δε θα τη δεχτώ. Θα με βοηθήσεις στη δουλειά; - Aστειεύεσαι;, οπωσδήποτε. || για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει κτ.: Aυτή τη φορά δεν αστειεύομαι, θα τον τιμωρήσω / θα αρχίσω να δουλεύω. Aυτός δεν αστειεύεται. || αντιμετωπίζω κτ. επιπόλαια: Δεν πρέπει να αστειευόμαστε με τόσο σοβαρά θέματα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.