{ο}  ασκούμενος Subst.  [askumenos, askoymenos]

{der}    Subst.
(22)
{der}    Subst.
(0)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu ασκούμενος

ασκούμενος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ασκούμαι


GriechischDeutsch
Θα πρέπει επίσης να υποβάλλουν σύμβαση πρακτικής άσκησης η οποία θα περιλαμβάνει περιγραφή του προγράμματος πρακτικής άσκησης, τον εκπαιδευτικό στόχο ή τα στοιχεία κατάρτισης, τη διάρκεια και τους όρους εποπτείας του ασκούμενου και η οποία θα αποδεικνύει ότι ο ασκούμενος θα παρακολουθήσει πραγματική πρακτική άσκηση και δεν θα χρησιμοποιηθεί ως κανονικός εργαζόμενος.Sie sollten außerdem eine Praktikumsvereinbarung vorlegen, die eine Beschreibung des Praktikumsprogramms sowie Angaben zum Bildungsziel oder zu den Lernkomponenten, zur Dauer des Praktikums und zu den Bedingungen für die Betreuung des Praktikanten enthält.

Übersetzung bestätigt

Σε περίπτωση που ερευνητής, εθελοντής, ασκούμενος ή εσωτερικός άμισθος βοηθός (au pair) που είναι υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση για σύναψη σχέσης απασχόλησης σε κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έλεγχο που να αποδεικνύει ότι η θέση δεν μπορεί να πληρωθεί από το εθνικό εργατικό δυναμικό.Gelangt ein Mitgliedstaat zu der Auffassung, dass Forscher, Freiwillige, Praktikanten oder Au-pair-Kräfte aus einem Drittstaat in einem Beschäftigungsverhältnis stehen, sollte dieser Mitgliedstaat das Recht behalten, die Anzahl der Zulassungen für die betreffende Gruppe oder die betreffenden Gruppen im Einklang mit Artikel 79 Absatz 5 AEUV festzulegen.

Übersetzung bestätigt

Επιπλέον των γενικών προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας για να γίνει δεκτός ως ασκούμενος, ο αιτών:Besondere Bedingungen für Praktikanten

Übersetzung bestätigt

« μη αμειβόμενος ασκούμενος», υπήκοος τρίτης χώρας που έγινε δεκτός για διαμονή στο έδαφος κράτους μέλους για να παρακολουθήσει μη αμειβόμενη επαγγελματική κατάρτιση"unbezahlter Praktikant" einen Drittstaatsangehörigen, der zum Aufenthalt auf dem Hoheitsgebiet eines Mitgliedstaats zugelassen wurde, um eine unbezahlte Berufsbildung zu absolvieren;

Übersetzung bestätigt

« Μη αμειβόμενος ασκούμενος» : πρόκειται για πρόσωπα που παρακολουθούν μη αμειβόμενη επαγγελματική κατάρτιση, δυνάμει σύμβασης κατάρτισης που αναφέρεται στο άρθρο 9, σημείο α)."Unbezahlter Praktikant": Es handelt sich um Personen, die eine unbezahlte Berufsbildung nach Maßgabe einer Ausbildungsvereinbarung nach Artikel 9 Buchstabe a absolvieren.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ασκούμενος

ασκούμενος1 [askúmenos] ο, (L)

person performing physical exercises:
πίσω απ' τη γραμμή AB βρίσκεται ο αρχηγός της ομάδας, και πίσω απ' τη ΓΔ οι υπόλοιποι ασκούμενοι (Tsiantas) |
η εθελουσία συμμετοχή και άσκηση στα σπορ .. βοηθεί τους ασκούμενους να υπερνικήσουν ιδιοτροπίες και ελαττώματα (Chatzinikou)
[substantiv. m of ασκούμενος2]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback