{die} Arterie (fachspr.) Subst.(273) |
(15) |
(1) |
αρτηρία altgriechisch ἀρτηρία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η Coronary Artery Bypass Graft surgery («CABG») (χειρουργική αορτοστεφανιαίας παράκαμψης) εφαρμόζεται για τη θεραπεία ασθένειας της στεφανιαίας αρτηρίας· η αποφραγμένη αρτηρία «παρακάμπτεται» με συρραφή («μόσχευμα») ενός άλλου αγγείου στην αορτή από τη μια άκρη της στεφανιαίας αρτηρίας πέραν της πληγείσας περιοχής στην άλλη άκρη. | Die (CABG) wird zur Behandlung von koronaren Herzerkrankungen verwendet: Die blockierte Arterie wird umgangen, indem ein anderes Blutgefäß an einem Ende mit der Aorta und am anderen Ende oberhalb des geschädigten Bereichs mit der Koronararterie verbunden wird (grafting). Übersetzung bestätigt |
θετική για μικροοργανισμούς καλλιέργεια από αρτηρίες ή φλέβες του ασθενούς που αφαιρέθηκαν στα πλαίσια χειρουργικής επέμβασης | kultureller Nachweis von Erregern von intraoperativ entnommenen Arterien oder Venen Übersetzung bestätigt |
Η έρευνα επικεντρώθηκε σε τρεις κύριους τομείς: στεφανιαίες ενδοπροθέσεις που αποδεσμεύουν φάρμακα (DES) και σχετικά εξαρτήματα, ενδοαγγγειακές ενδοπροθέσεις και εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σε περιφερικές αρτηρίες και συσκευές που χρησιμοποιούνται στην καρδιοχειρουργική. | Die Untersuchung konzentrierte sich auf drei Hauptgebiete: Prothesen, die Herzmedikamente eluieren (DES) und Zubehör, endovaskuläre Prothesen, die in peripheren Arterien verwendet werden und Zubehör sowie Herzchirurgie-Prothesen. Übersetzung bestätigt |
Περιλαμβάνουν: οστικά και μυοσκελετικά στοιχεία (π.χ. χόνδρους, τένοντες, περιτονίες), καρδιαγγειακούς ιστούς (π.χ. αρτηρίες, φλέβες, καρδιακές βαλβίδες), οπτικούς ιστούς (π.χ. κερατοειδούς, σκληροειδούς), νευρικά κύτταρα, δέρμα, εγκεφαλικά κύτταρα, εμβρυϊκούς ιστούς, αναπαραγωγικά κύτταρα (π.χ. σπέρμα, ωάρια) και βλαστικά κύτταρα (δηλ. | Es handelt sich um Knochen und Teile des Muskel-Skelett-Systems (z. B. Knorpel, Sehnen, Faszien), Gewebe aus dem Herz-Kreislauf-System (z.B. Arterien, Venen, Herzklappen), Augengewebe (z.B. Hornhaut, Lederhaut), Nervenzellen, Haut, Gehirnzellen, fötales Gewebe, Geschlechtszellen (Sperma, Eizellen) sowie Stammzellen (das sind hämatopoetische Vorläuferzellen aus Knochenmark, Nabelschnurblut und peripherem Blut). Übersetzung bestätigt |
Μη φυσιολογικές αρτηρίες, ουλώδης ιστός στις αρτηρίες, θρόμβωση στις αρτηρίες, στένωση των αρτηριών, προσωρινή ερυθρότητα του προσώπου/δέρματος, οίδημα προσώπου | Abnorme Arterien, Vernarbung der Arterien, Gerinnselbildung in den Arterien, Verengung der Arterien, vorübergehende Rötung im Gesicht/der Haut, Gesichtsschwellung Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
δρόμος |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
αρτηριακός -ή -ό |
Deutsche Synonyme |
---|
Schlagader |
Arterie |
Pulsader |
αρτηρία η [artiría] : I.(ανατ.) καθένα από τα σωληνοειδή αιμοφόρα αγγεία, που με τις διακλαδώσεις τους μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλο το σώμα: Πνευμονική αρτηρία, που μεταφέρει το μη οξυγονωμένο αίμα στους πνεύμονες. Bασική αρτηρία, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Στεφανιαία / κροταφική / μηριαία αρτηρία. Πάθηση / αλλοίωση / απόφραξη των αρτηριών. || Tραχεία* αρτηρία. II. (μτφ.) μεγάλη συγκοινωνιακή οδός: H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.