Griechisch | Deutsch |
---|---|
Καθ’ όλη τη διαδικασία πιστοποίησης, ο αρμόδιος υπάλληλος αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ της αιτούσας σιδηροδρομικής επιχείρησης και του οργανισμού/αρχής που εκδίδει το πιστοποιητικό. | Während des Bescheinigungsverfahrens ist der Ansprechpartner die Schnittstelle zwischen dem antragstellenden Eisenbahnunternehmen und der ausstellenden Organisation/Behörde. Übersetzung bestätigt |
Αρχή πιστοποίησης (ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας στην αρχή πιστοποίησης) | Bescheinigungsbehörde (Name, Anschrift und Ansprechpartner der Bescheinigungsbehörde) Übersetzung bestätigt |
Αρχή ελέγχου και φορείς που διενεργούν λογιστικούς ελέγχους υπό την ευθύνη της αρχής ελέγχου (ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας στην αρχή ελέγχου και τους λοιπούς ελεγκτικούς φορείς) | Prüfbehörde und Stellen, die unter der Verantwortung der Prüfbehörde Prüfungen vornehmen (Name, Anschrift und Ansprechpartner der Prüfbehörde und sonstigen Prüfstellen) Übersetzung bestätigt |
Διαχειριστική αρχή (ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας στη διαχειριστική αρχή) | Verwaltungsbehörde (Name, Anschrift und Ansprechpartner der Verwaltungsbehörde) Übersetzung bestätigt |
Αρχή ελέγχου και ελεγκτικοί φορείς (ονομασία, διεύθυνση και αρμόδιος επικοινωνίας στην αρχή ελέγχου και τους ελεγκτικούς φορείς) | Prüfbehörde und Prüforgane (Name, Anschrift und Ansprechpartner der Prüfbehörde und der anderen Prüforgane) Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
αρμόδιος -α -ο |
Deutsche Synonyme |
---|
Kontaktperson |
Vertrauensperson |
Ansprechpartner |
Ansprechperson |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Ansprechpartner | die Ansprechpartner |
Genitiv | des Ansprechpartners | der Ansprechpartner |
Dativ | dem Ansprechpartner | den Ansprechpartnern |
Akkusativ | den Ansprechpartner | die Ansprechpartner |
αρμόδιος -α -ο [armóδios] : (για πρόσ. ή υπηρεσία) που είναι κατάλληλος, που είναι ικανός ή επιφορτισμένος να γνωμοδοτεί, να κρίνει, να αποφασίζει ή να ενεργεί για ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα ή με την ειδικότητά του. ANT αναρμόδιος: H υπόθεση παραπέμπεται στα αρμόδια δικαστήρια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ασχολήθηκαν με τα τοπικά προβλήματα. Για να εξυπηρετηθείς πρέπει να απευθυνθείς στον αρμόδιο υπάλληλο. || (ως ουσ.) ο αρμόδιος: Για τα αιτήματα των κατοίκων της περιοχής οι αρμόδιοι δεν έδειξαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Kάλεσαν τους αρμοδίους για να εκτιμήσουν τις ζημιές από το χαλάζι. (λόγ. έκφρ.) ο καθ'ύλην* αρμόδιος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.