απροσάρμοστος Adj.  [aprosarmostos]

(0)
  Adj.
(0)

Etymologie zu απροσάρμοστος

απροσάρμοστος α- + προσαρμόζω + -τος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu απροσάρμοστος.



Griechische Definition zu απροσάρμοστος

απροσάρμοστος -η -ο [aprosármostos] : α.(ψυχ.) για άτομο που παρουσιάζει δυσκολίες προσαρμογής, οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε σωματική ή σε πνευματική αναπηρία ή υστέρηση: Tα απροσάρμοστα παιδιά έχουν ανάγκη από ειδική εκπαίδευση. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, το απροσάρμοστο παιδί: Σχολείο για απροσάρμοστα. β. για άτομο που δε θέλει ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, να αποδεχτεί και να εξοικειωθεί με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει: Έμεινε σε όλη του τη ζωή απροσάρμοστος στα ήθη του καιρού του. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, η ιδιότητα του απροσάρμοστου: Tο απροσάρμοστο του χαρακτήρα του.

[λόγ. α- προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -τος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback