αποκοιμισμένος -η -ο Adj.  [apokimismenos -i -o, apokoimismenos -h -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • αποκοιμισμένος (maskulin)
  • αποκοιμισμένη (feminin)
  • αποκοιμισμένο (neutrum)


Griechische Definition zu αποκοιμισμένος -η -ο

αποκοιμισμένος, -η, -ο [apocimizménos]

① asleep, sleeping (syn κοιμισμένος):
ο σκοπός θα ήταν ακίνητος, ίσως αποκοιμισμένος -η -ο (AVlachos) |
τις νύχτες, αν ήταν αποκοιμισμένος -η -ο, έφερνε ασυναίσθητα τα χέρια πλάι του (Venezis) |
poem σε βλέπουν και μένεις σιμά | της όμορφης βασίλισσας της αποκοιμισμένης (Solom) |
ακίνητο κείτεται, σεμνό | σαν αποκοιμισμένο· | μέσ' σε έναν ύπνο αξύπνητο (Themedivs)
② fig dormant, inactive, sluggish, torpid (syn κοιμισμένος, near-syn αποκαρωμένος2 2):
αποκοιμισμένος -η -οπόθος, αποκοιμισμένο μυαλό |
έτσι ξετυλίχτηκε ο άεργος αδερφός, ο τεμπέλης, με την αποκοιμισμένη συνείδηση (Xenop) |
ξεκίνησε μέσα από το σπίτι του Δραγούμη, για να ξυπνήσει τον αποκοιμισμένο ελληνισμό (Melas) |
poem .. γλυκά χεράκια της στοργής, | σταθήτε στη λαχτάρα μου την αποκοιμισμένη (Panagiotop)
[ppp of αποκοιμίζω or cpd w. κοιμισμένος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback