αποκλειστικός -ή -ό Adj.  [apoklistikos -i -o, apokleistikos -h -o]

  Adj.
(22)
(0)

GriechischDeutsch
Τα έσοδα που προέρχονται από τοποθετήσεις των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάριση Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και, ύστερα από την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, το ενεργητικό του ταμείου έρευνας για τον άνθρακα και το χάλυβα, μεταβιβάζονται στο ταμείο έρευνας για τον άνθρακα και το χάλυβα, αποκλειστικός προορισμός του οποίου είναι να χρηματοδοτεί ερευνητικά σχέδια εκτός του κοινοτικού προγράμματος-πλαισίου για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στους κλάδους που συνδέονται με τη βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα.Die Erträge aus den Anlagen des Nettowerts der Vermögenswerte der Europäischen Gemeinschaft für Kohle und Stahl (EGKS) in Abwicklung sowie — nach Abschluss der Abwicklung — des Vermögens des Forschungsfonds für Kohle und Stahl werden für den Forschungsfonds für Kohle und Stahl verwendet, aus dem ausschließlich Forschungsprojekte außerhalb des Rahmenprogramms der Gemeinschaft für Forschung, technologische Entwicklung und Demonstration in den Sektoren, die die Kohleund Stahlindustrie betreffen, finanziert werden sollen.

Übersetzung bestätigt

στ) να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που καλύπτονται από την παρεχόμενη εξουσιοδότηση και ότι για την πρόσβαση αυτή χρησιμοποιείται μόνον ατομικός και αποκλειστικός κωδικός και εμπιστευτικός τρόπος πρόσβασης (έλεγχος της πρόσβασης σε δεδομένα)·zu gewährleisten, dass die zur Benutzung eines automatisierten Datenverarbeitungssystems Berechtigten nur mittels einer persönlichen und eindeutigen Benutzerkennung und vertraulicher Zugriffsverfahren ausschließlich auf die ihrer Zugriffsberechtigung unterliegenden Daten zugreifen können (Zugriffskontrolle);

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ΑNIE, ορισμένοι παραγωγοί αποκωδικοποιητών ζήτησαν από τη Sky Italia να παράσχει άδειες σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της τεχνολογίας NDS που χρησιμοποιείται για την απόκρυψη των δορυφορικών σημάτων, τεχνολογία της οποίας η Sky Italia είναι ιδιοκτήτρια και αποκλειστικός χρήστης στην Ιταλία.Nach den Behauptungen der ANIE haben einige Decoderhersteller Sky aufgefordert, Lizenzen zu bestimmten Aspekten der NDS-Technologie zur Verschlüsselung der Satellitensignale freizugeben, einer rechtlich geschützten (proprietären) Technologie von Sky, die ausschließlich in Italien verwendet wird.

Übersetzung bestätigt

στ) να εξασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που καλύπτονται από την παρεχόμενη εξουσιοδότηση και ότι για την πρόσβαση αυτή χρησιμοποιείται μόνον ατομικός και αποκλειστικός κωδικός και εμπιστευτικός τρόπος πρόσβασης (έλεγχος της πρόσβασης σε δεδομένα),zu gewährleisten, dass die zur Benutzung eines automatisierten Datenverarbeitungssystems Berechtigten nur mittels einer persönlichen und eindeutigen Benutzerkennung und vertraulicher Zugriffsverfahren ausschließlich auf die ihrer Zugriffsberechtigung unterliegenden Daten zugreifen können (Zugriffskontrolle);

Übersetzung bestätigt

Εντούτοις, μία από τις δύο συνεργασθείσες εταιρείες που δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ήταν αποκλειστικός παραγωγός ορισμένων ειδικών περικοχλίων που εξαιρέθηκαν προσωρινά από το πεδίο έρευνας και, ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρεία δε λήφθηκε περαιτέρω υπόψη στα προσωρινά πορίσματα.Eines der beiden nicht in die Stichprobe einbezogenen Unternehmen stellte jedoch ausschließlich eine besondere Art von Muttern her, die vorläufig von der Untersuchung ausgeschlossen sind, so dass dieses Unternehmen bei der weiteren Sachaufklärung nicht mehr berücksichtigt wurde.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
ausschließlich

Grammatik

  • αποκλειστικός (maskulin)
  • αποκλειστική (feminin)
  • αποκλειστικό (neutrum)


Griechische Definition zu αποκλειστικός -ή -ό

αποκλειστικός -ή -ό [apokdivstikós] : που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα είτε σε μια ομάδα προσώπων ή πραγμάτων αποκλείοντας κάθε άλλο: Aποκλειστική πώληση / διάθεση / εκμετάλλευση / αντιπροσωπεία. Aποκλειστικοί εισαγωγείς / εξαγωγείς. Έχει ένα αεροπλάνο στην αποκλειστική του διάθεση. Tο ζήτημα αυτό είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ο ηθοποιός παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη σε πρωινή εφημερίδα. Aποκλειστική νοσοκόμα και ως ουσ. η αποκλειστική, νοσοκόμα που προσλαμβάνεται για να φροντίζει ένα μόνο ασθενή στο σπίτι του ή σε κλινική. αποκλειστικά ΕΠIΡΡ μόνο: Tα κίνητρά του είναι αποκλειστικός -ή -ό οικονομικής φύσης. Οι ευθύνες ανήκουν αποκλειστικός -ή -ό σ΄ εσένα. Tο λάθος οφείλεται αποκλειστικός -ή -ό στην απροσεξία σου και στην αμέλειά σου.

[λόγ. αποκλεισ- (αποκλείω) -τικός μτφρδ. γαλλ. exclusif]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback