αποκαθιστώ ἀποκαθιστῶ altgriechisch ἀποκαθίστημι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Συγκεκριμένα, η οδηγία κάνει χρήση όχι μόνο του ρήματος «τροποποιώ», αλλά επίσης των ρημάτων «αποκαθιστώ» και «διορθώνω», τα οποία αφορούν τη βελτίωση των οργανικών λειτουργιών του ανθρώπου ή την αποκατάσταση των φυσιολογικών λειτουργιών του, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη ιατρικής ή θεραπευτικής ωφέλειας. | Die Richtlinie verwendet nämlich nicht nur das Verb „beeinflussen“, sondern auch die Verben „wiederherstellen“ und „korrigieren“, mit denen auf eine Verbesserung der organischen Funktionen des Menschen oder die Wiederherstellung seiner physiologischen Funktionen abgezielt wird, so dass ein medizinischer oder therapeutischer Nutzen vorausgesetzt wird. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu αποκαθιστώ.
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stelle wieder her | ||
du | stellst wieder her | |||
er, sie, es | stellt wieder her | |||
Präteritum | ich | stellte wieder her | ||
Konjunktiv II | ich | stellte wieder her | ||
Imperativ | Singular | stelle wieder her! | ||
Plural | stellt wieder her! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
wiederhergestellt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wiederherstellen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | restauriere | ||
du | restaurierst | |||
er, sie, es | restauriert | |||
Präteritum | ich | restaurierte | ||
Konjunktiv II | ich | restaurierte | ||
Imperativ | Singular | restauriere! restaurier! | ||
Plural | restauriert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
restauriert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:restaurieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mache wieder gut | ||
du | machst wieder gut | |||
er, sie, es | macht wieder gut | |||
Präteritum | ich | machte wieder gut | ||
Konjunktiv II | ich | machte wieder gut | ||
Imperativ | Singular | mach wieder gut! mache wieder gut! | ||
Plural | macht wieder gut! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
wiedergutgemacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wiedergutmachen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rehabilitiere | ||
du | rehabilitierst | |||
er, sie, es | rehabilitiert | |||
Präteritum | ich | rehabilitierte | ||
Konjunktiv II | ich | rehabilitierte | ||
Imperativ | Singular | rehabilitiere! rehabilitier! | ||
Plural | rehabilitiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
rehabilitiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:rehabilitieren |
αποκαθιστώ [apokaθistó] -αμαι .1α αόρ. αποκατέστησα και αποκατάστησα, απαρέμφ. αποκαταστήσει, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα, απαρέμφ. αποκατασταθεί, μππ. και αποκατεστημένος : 1α.επαναφέρω κτ. ή κπ. στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: αποκαθιστώ μια βλάβη, τη διορθώνω. αποκαθιστώ μια ζημιά, την επανορθώνω: αποκαθιστώ τις ζημιές των σπιτιών από τους σεισμούς. αποκαθιστώ τις ζημιές των αγροτών από τις πλημμύρες. αποκαθιστώ μια αδικία, την αίρω, την επανορθώνω. αποκαθιστώ την τάξη (που διασαλεύτηκε). αποκαθιστώ την τηλεφωνική επικοινωνία / την κυκλοφορία των οχημάτων / τη λειτουργία του αεροδρομίου (που διακόπηκε). αποκαθιστώ την εθνική / την κομματική ενότητα (που διαταράχτηκε). αποκαθιστώ τη δημοκρατία (που καταργήθηκε, που ανατράπηκε). αποκαθιστώ την αλήθεια (που διαστρεβλώθηκε). αποκαθιστώ την τιμή / την υπόληψή μου (που θίχτηκε, που προσβλήθηκε). H υγεία του αποκαταστάθηκε, ανέρρωσε πλήρως. Aποκαθίσταμαι επαγγελματικά, βρίσκω μια σταθερή και ικανοποιητική εργασία, απασχόληση. β. αποκαθιστώ κτίριο / μνημείο, επαναφέρω ένα κτίσμα στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || αποκαθιστώ ένα κείμενο, το επαναφέρω όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή επανορθώνοντας τις φθορές, τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) αποκαθιστώ μια λέξη / ένα γλωσσικό τύπο κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται, εικάζω την ύπαρξή του: Aποκατεστημένοι τύποι της ινδοευρωπαϊκής. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.