Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
αποκάνω mittelgriechisch αποκάνω altgriechisch ἀποκάμνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποκάνω | αποκάνουμε, αποκάνομε |
αποκάνεις | αποκάνετε | ||
αποκάνει | αποκάνουν(ε) | ||
Imper fekt | απόκανα | αποκάναμε | |
απόκανες | αποκάνατε | ||
απόκανε | απόκαναν, αποκάναν(ε) | ||
Aorist | απόκανα, απόαποκαμα | αποκάναμε, αποκάμαμε | |
απόκανες, απόαποκαμες | αποκάνατε, αποκάματε | ||
απόκανε, απόαποκαμε | απόκαναν, αποκάναν(ε), απόαποκαμαν, αποκάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αποκάνει έχω αποκάμει έχω αποκαμωμένο | έχουμε αποκάνει έχουμε αποκάμει έχουμε αποκαμωμένο | |
έχεις αποκάνει έχεις αποκάμει έχεις αποκαμωμένο | έχετε αποκάνει έχετε αποκάμει έχετε αποκαμωμένο | ||
έχει αποκάνει έχει αποκάμει έχει αποκαμωμένο | έχουν αποκάνει έχουν αποκάμει έχουν αποκαμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα αποκάνει είχα αποκάμει είχα αποκαμωμένο | είχαμε αποκάνει είχαμε αποκάμει είχαμε αποκαμωμένο | |
είχες αποκάνει είχες αποκάμει είχες αποκαμωμένο | είχατε αποκάνει είχατε αποκάμει είχατε αποκαμωμένο | ||
είχε αποκάνει είχε αποκάμει είχε αποκαμωμένο | είχαν αποκάνει είχαν αποκάμει είχαν αποκαμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποκάνω | θα αποκάνουμε, θα αποκάνομε | |
θα αποκάνεις | θα αποκάνετε | ||
θα αποκάνει | θα αποκάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα αποκάνω, θα αποκάμω | θα αποκάνουμε, θα αποκάμουμε | |
θα αποκάνεις, θα αποκάμεις | θα αποκάνετε, θα αποκάμετε | ||
θα αποκάνει, θα αποκάμει | θα αποκάνουν(ε), θα αποκάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αποκάνει θα έχω αποκάμει θα έχω αποκαμωμένο | θα έχουμε αποκάνει θα έχουμε αποκάμει θα έχουμε αποκαμωμένο | |
θα έχεις αποκάνει θα έχεις αποκάμει θα έχεις αποκαμωμένο | θα έχετε αποκάνει θα έχετε αποκάμει θα έχετε αποκαμωμένο | ||
θα έχει αποκάνει θα έχει αποκάμει θα έχει αποκαμωμένο | θα έχουν αποκάνει θα έχουν αποκάμει θα έχουν αποκαμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποκάνω | να αποκάνουμε, να αποκάνομε |
να αποκάνεις | να αποκάνετε | ||
να αποκάνει | να αποκάνουν(ε) | ||
Aorist | να αποκάνω, να αποκάμω | να αποκάνουμε, να αποκάμουμε | |
να αποκάνεις, να αποκάμεις | να αποκάνετε, να αποκάμετε | ||
να αποκάνει, να αποκάμει | να αποκάνουν(ε), να αποκάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω αποκάνει να έχω αποκάμει να έχω αποκαμωμένο | να έχουμε αποκάνει να έχουμε αποκάμει να έχουμε αποκαμωμένο | |
να έχεις αποκάνει να έχεις αποκάμει να έχεις αποκαμωμένο | να έχετε αποκάνει να έχετε αποκάμει να έχετε αποκαμωμένο | ||
να έχει αποκάνει να έχει αποκάμει να έχει αποκαμωμένο | να έχουν αποκάνει να έχουν αποκάμει να έχουν αποκαμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | αποκάνε | αποκάνετε |
Aorist | αποκάνε, αποκάμε | αποκάντε, αποκάμετε | |
Part izip | Pres | αποκάνοντας | |
Perf | έχοντας αποκάνει έχοντας αποκάμει έχοντας αποκαμωμένο | ||
Infin | Aorist | αποκάνει, αποκάμει |
αποκάνω [apokáno] & αποκάμνω [apokámno] Ρ αόρ. απόκαμα και απόκανα, απαρέμφ. αποκάνει και αποκάμει, μππ. αποκαμωμένος : I.κουράζομαι, εξαντλούμαι από (την) κούραση: Aπόκανα να περπατάω τόσες ώρες στον καυτό ήλιο. Είναι αποκαμωμένος από την πολύωρη εργασία. Aπόκαμα να τους ρωτάω και να μην παίρνω απάντηση, σταμάτησα κουρασμένος και απαυδισμένος. II. (προφ.) α. τελειώνω κτ. εντελώς, αποτελειώνω. β. με διάφορες ενέργειες καταλήγω σε κάποιο αποτέλεσμα: Tι απόκαμες με την υπόθεση;
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.