απλοποιώ απλός + -ο- + -ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch simplifier)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χωρίς να απλοποιώ τα πράγματα αυτά τελειώνουν όταν το πεις εσύ. | Ohne zu sehr zu vereinfachen, aber es ist vorbei, wenn Sie es sagen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
vereinfachen |
leichter machen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | απλοποιώ | απλοποιούμε | απλοποιούμαι | απλοποιούμαστε, απλοποιόμαστε |
απλοποιείς | απλοποιείτε | απλοποιείσαι | απλοποιείστε, απλοποιόσαστε | ||
απλοποιεί | απλοποιούν(ε) | απλοποιείται | απλοποιούνται | ||
Imper fekt | απλοποιούσα | απλοποιούσαμε | απλοποιούμουν απλοπιόμουν(α) | απλοποιούμαστε απλοποιόμαστε, απλοποιόμασταν | |
απλοποιούσες | απλοποιούσατε | απλοποιόσουν(α) | απλοποιόσαστε, απλοποιόσασταν | ||
απλοποιούσε | απλοποιούσαν(ε) | απλοποιούνταν, απλοποιείτο απλοποιόταν(ε) | απλοποιούνταν, απλοποιούντο απλοποιόνταν(ε), απλοποιόντουσαν | ||
Aorist | απλοποίησα | απλοποιήσαμε | απλοποιήθηκα | απλοποιηθήκαμε | |
απλοποίησες | απλοποιήσατε | απλοποιήθηκες | απλοποιηθήκατε | ||
απλοποίησε | απλοποίησαν, απλοποιήσαν(ε) | απλοποιήθηκε | απλοποιήθηκαν, απλοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα απλοποιώ | θα απλοποιούμε | θα απλοποιούμαι | θα απλοποιούμαστε, θα απλοποιόμαστε | |
θα απλοποιείς | θα απλοποιείτε | θα απλοποιείσαι | θα απλοποιείστε, θα απλοποιόσαστε | ||
θα απλοποιεί | θα απλοποιούν(ε) | θα απλοποιείται | θα απλοποιούνται | ||
Fut ur | θα απλοποιήσω | θα απλοποιήσουμε | θα απλοποιηθώ | θα απλοποιηθούμε | |
θα απλοποιήσεις | θα απλοποιήσετε | θα απλοποιηθείς | θα απλοποιηθείτε | ||
θα απλοποιήσει | θα απλοποιήσουν(ε) | θα απλοποιηθεί | θα απλοποιηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να απλοποιώ | να απλοποιούμε | να απλοποιούμαι | να απλοποιούμαστε, να απλοποιόμαστε |
να απλοποιείς | να απλοποιείτε | να απλοποιείσαι | να απλοποιείστε, να απλοποιόσαστε | ||
να απλοποιεί | να απλοποιούν(ε) | να απλοποιείται | να απλοποιούνται | ||
Aorist | να απλοποιήσω | να απλοποιηθώ | να απλοποιηθούμε | ||
να απλοποιήσεις | να απλοποιήσετε | να απλοποιηθείς | να απλοποιηθείτε | ||
να απλοποιήσει | να απλοποιήσουν(ε) | να απλοποιηθεί | να απλοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | απλοποιείτε | απλοποιείστε | ||
Aorist | απλοποίησε | απλοποιήστε, απλοποιήσετε | απλοποιήσου | απλοποιηθείτε | |
Part izip | Pres | απλοποιώντας | |||
Perf | έχοντας απλοποιήσει, | απλοποιημένος, -η, -ο | απλοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | απλοποιήσει | απλοποιηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vereinfache | ||
du | vereinfachst | |||
er, sie, es | vereinfacht | |||
Präteritum | ich | vereinfachte | ||
Konjunktiv II | ich | vereinfachte | ||
Imperativ | Singular | vereinfach! vereinfache! | ||
Plural | vereinfacht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vereinfacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vereinfachen |
απλοποιώ [aplopió] -ούμαι : 1.κάνω κτ. λιγότερο σύνθετο και συνεπώς πιο εύκολο στη χρήση ή πιο ευκολονόητο· απλουστεύω: Οι μηχανές απλοποιούν τη ζωή μας. Aπλοποιήθηκε η διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.