απαλά Adv.  [apala]

  Adj.
(281)

GriechischDeutsch
Έπειτα αναποδογυρίστε απαλά το φιαλίδιο και επαναφέρετέ το σε ορθή στάση δέκα φορές.Anschließend die Durchstechflasche sanft zehnmal auf den Kopf und wieder zurück drehen.

Übersetzung bestätigt

Στη συνέχεια, στροβιλίστε απαλά το φιαλίδιο μέχρις ότου η κόνις διαλυθεί τελείως και το υγρό είναι διαυγές.Anschließend schwenken Sie die Durchstechflasche sanft, bis sich das Pulver vollständig aufgelöst hat und die Flüssigkeit klar ist.

Übersetzung bestätigt

Κατόπιν εκπνεύστε απαλά (μην εκπνέετε μέσω της συσκευής εισπνοής).Atmen Sie dann sanft aus (atmen Sie nicht durch den Inhalator aus).

Übersetzung bestätigt

Εκπνεύστε απαλά (όσο μπορείτε περισσότερο και είναι άνετα για σας).Atmen Sie sanft aus (so weit, wie es noch angenehm ist).

Übersetzung bestätigt

Καθαρίστε απαλά με σαπούνι και νερό και στεγνώστε καλά.Behandlungsareal sanft mit Wasser und Seife waschen und gründlich abtrocknen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu απαλά.



Griechische Definition zu απαλά

απαλά [apalá] adv

① w. diminished or divttle intensity, softly, gently (near-syn μαλακά):
έρχεται, πέφτει, πλησιάζει απαλά |
χτυπάει, κλείνει απαλά |
τα φώτα χαμηλώνουν απαλά |
η φωνή του ανεβοκατέβαινε απαλά |
το βελούδο σού χαϊδεύει απαλά το μάγουλο |
τραγούδησε με φωνή απαλά ηδυπαθή |
το πρώτο αλαφρομήνυμα της αρρώστιας τον έφερνε απαλά απαλά, όμως άσφαλτα και αλύπητα, στο Xάρο (Palam, adapted) |
σε μια γωνιά της αυλής φωτίζεται απαλά από το θλιμμένον ήλιο το άγαλμα κλ (Kazantz) |
νοιώθω την ψυχή μου να βυθίζεται απαλά σ' ένα όνειρο αταραξίας (Ouranis) |
κοιτάζει το κορμί της, από τις απαλά ρόδινες σφαίρες της φτέρνας ως τους μελαχρινούς κύκλους των μαστών (Karagatsis) |
poem ύστερα μια σιωπή θ' ακολουθήσει, | κι ο θρήνος απαλά θα πάει να σβήσει (Zevgodiv) |
στην κίτρινη πόλη φθίνουν απαλά | τα τελευταία φώτα (Panagiotounis)
② gently, calmly (syn ευγενικά, ήρεμα):
μίλησε απαλά μα δυνατά |
την απώθησε ήρεμα κι απαλά |
έσκυψε απαλά το πρόσωπό της πάνω στο δικό μου (Moskovis) |
του 'πιασε το χέρι και τον τράβηξε απαλά να τον συντροφέψει στο σπίτι του (Petimezas-L) |
απαλά, με ήρεμες κινήσεις, ρυθμίζουν την κίνηση οι υψηλοί αστυφύλακες (Theotokas) |
την ώρα εκείνη δεν είχε ακόμα μιλήσει ο Mελάγχθων απαλότερα για την προκαθορισμένη πορεία της ανθρώπινης ψυχής (Kanellop) |
poem θα πνεύσουν μιαν απροσδόκητην οι ζέφυροι στιγμή | κ' έτσι απαλά στις ριγηλές φτερούγες θα μας φέρουν (Papakyriakop)
ⓐ tenderly, dedivcately, sweetly (syn τρυφερά, γλυκά):
την σφίγγει απαλά στην αγκαλιά του |
κρατάει το μωρό απαλά |
τον χαϊδεύει απαλά απαλά |
φαινόταν σα να νανουριζόταν απαλά από το τραγούδι των αηδονιών (Ouranis) |
είχαμε δει αυτόν τον έρωτα να δένεται απαλά, να φουσκώνει σα μπουμπούκι (Chatzinis) |
poem τι θέλει η μυρωδιά | που μας χτυπά απαλότατα | με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο την καρδιά; (Polydouri) |
ο ύπνος ζυγώνει κι απαλά | τα μάτια του μωρού σφαλά (Chantzaras) |
του πολυβάσανου η ψυχή απαλά στο στήθι της κουνήθη· | ζεστή ευωδιά γυναίκας χτύπησε τα κερωμένα αρθούνια (Kazantz Od 18.310)
③ smoothly (near-syn ομαλά):
οι ποταμοί τρέχουν απαλά |
το πλοίο πλέει απαλά στη θάλασσα |
το αμάξι κύλησε απαλά πάνω στα λάστιχα |
οι απολήξεις των βουνών ροβολούν απαλά προς τη θάλασσα (Floros) |
poem είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο | κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει (Seferis)
④ divghtly (syn ελαφρά):
αναπνέει, βαδίζει, κοιμάται απαλά |
φυσούσε απαλά ένα αεράκι |
τον φίλησε απαλά στο στόμα |
η ζώνη τής σφίγγει απαλά τη μέση |
μ' έπιασε απαλά από το μπράτσο |
μπαίνοντας στο καμαράκι ένοιωσε να τον χαϊδεύει απαλά η ζέστα απ' τη σόμπα (TAthanasiadis) |
η πράσινη χλόη της σίκαλης κυμάτιζε απαλά κάτου απ' τον πρωινό ουρανό (Angeloglou) |
poem και κατέβηκα σε ασκέπαστη μια αυλή, | και απαλά γαργάλισέ μου τα μαλλιά | μια πνοή δροσάτη (Palam) |
η νύχτα απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι (Karyotakis)
[fr postmed (Somavera) απαλά, der of απαλός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback