ανώτατος -η -ο Adj.  [anotatos -i -o, anwtatos -h -o]

  Adj.
(12)

GriechischDeutsch
η δυνατότητα της εταιρείας να αποκτά δικές της μετοχές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ο ανώτατος αριθμός των μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, η διάρκεια για την οποία χορηγείται η εν λόγω δυνατότητα, ή το ανώτατο και κατώτατο όριο εισφοράς, πρέπει να προβλέπονται στο καταστατικό ή στην πράξη σύστασης της εταιρείας·die Befugnis der Gesellschaft zum Erwerb eigener Aktien im Sinne des Unterabsatzes 1, die Höchstzahl der zu erwerbenden Aktien, die Geltungsdauer der Befugnis und der höchste bzw. der niedrigste Gegenwert werden in der Satzung oder in der Gründungsurkunde festgelegt;

Übersetzung bestätigt

η δυνατότητα της εταιρείας να αποκτά δικές της μετοχές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ο ανώτατος αριθμός των μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, η διάρκεια για την οποία χορηγείται η εν λόγω δυνατότητα, ή το ανώτατο και κατώτατο όριο εισφοράς, πρέπει να προβλέπονται στο καταστατικό ή στην πράξη σύστασης της εταιρείας·die Befugnis der Gesellschaft zum Erwerb eigener Aktien im Sinne des Unterabsatzes 1, die Höchstzahl der zu erwerbenden Aktien, die Geltungsdauer der Befugnis und der höchste bzw. der niedrigste Gegenwert werden in der Satzung oder in der Gründungsurkunde festgelegt;

Übersetzung bestätigt

η δυνατότητα της εταιρείας να αποκτά δικές της μετοχές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ο ανώτατος αριθμός των μετοχών που είναι δυνατό να αποκτηθούν, η διάρκεια για την οποία χορηγείται η εν λόγω δυνατότητα, ή το ανώτατο και κατώτατο όριο εισφοράς, πρέπει να προβλέπονται στο καταστατικό ή στην πράξη σύστασης της εταιρείας·die Befugnis der Gesellschaft zum Erwerb eigener Aktien im Sinne des Unterabsatzes 1, die Höchstzahl der zu erwerbenden Aktien, die Geltungsdauer der Befugnis und der höchste bzw. der niedrigste Gegenwert werden in der Satzung oder in der Gründungsurkunde festgelegt;

Übersetzung bestätigt

Για παράδειγμα, εάν σε ένα κράτος μέλος υπάρχει μόνον ο πρώτος και ο ανώτατος βαθμός δικαιοδοσίας και στον ανώτατο βαθμό δόθηκαν δύο μονάδες, δόθηκαν επίσης δύο μονάδες στον (ανύπαρκτο) δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.Verfügt ein Mitgliedstaat beispielsweise nur über die erste und die höchste Instanz erhielten zwei Punkte, so wurden für die (nicht vorhandene) zweite Instanz ebenfalls zwei Punkte vergeben.

Übersetzung bestätigt

Από την άλλη μεριά, για πρώτη φορά στη ρωσική ιστορία, ο ανώτατος εκπρόσωπος της χώρας εγκαταλείπει οικειοθελώς το Κρεμλίνο, και ο διάδοχός του εκλέγεται από τον λαό.Andererseits zieht der höchste Repräsentant des Landes zum ersten Mal in der russischen Geschichte freiwillig aus dem Kreml aus, und sein Nachfolger wurde vom Volk gewählt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

  • ανώτατος (maskulin)
  • ανώτατη (feminin)
  • ανώτατο (neutrum)


Griechische Definition zu ανώτατος -η -ο

ανώτατος -η -ο [anótatos] : ANT κατώτατος. 1. για κτ. που σε μια τοπική, ποσοτική ή ποιοτική διαβάθμιση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, πιο ψηλά από οτιδήποτε άλλο: Tα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. H ατμοσφαιρική ρύπανση ξεπέρασε τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Kαθορίστηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης της βενζίνης. Aνώτατο όριο ταχύτητας. Σχολείο που δίνει μόρφωση ανώτατου επιπέδου, άριστη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback