Griechische Definition zu ανοιγμένος -η -ο
ανοιγμένος, -η, -ο [aniγménos]
① opened, open:
ανοιγμένο στόμα |
με ανοιγμένα μάτια βλέπω τον ουρανό |
ανοιγμένη πόρτα |
στέκουν στην ανοιγμένη θύρα |
ένα παράθυρο ανοιγμένο |
ανοιγμένες καταπακτές |
κλουβί κατά λάθος ανοιγμένο |
ανοιγμένο βαρέλι cask on tap |
ο κόσμος χειροκροτεί με ανοιγμένη αυλαία |
εμπρός του ήταν ένα ανοιγμένο βιβλίο |
το θέμα μιας πωγωνοφόρου μορφής με ένα ανοιγμένο ειλητάριο (Bakalakis) |
η στοίβα των ανοιγμένων επιστολών |
τα ανοιγμένα δάχτυλα |
κουνάει τις ανοιγμένες παλάμες |
ζύγιαζε με ανοιγμένα μπράτσα, λίγο τρεμουλιαστά (KPodivtis) |
είχε κρεμάσει τα χέρια μέσα στ' ανοιγμένα γόνατα (Tsirkas)
② dug out, excavated, open:
ανοιγμένος -η -ο |
τρύπες ανοιγμένες στο χώμα |
η πομπή στέκει μπρος στον ανοιγμένο τάφο |
poem και σε ανοιγμένο λάκκο τα 'χωσαν με βιάση κλ (Homer Il 24.797 Kaz-Kakr)
③ cut open, spdivt (syn σχισμένος):
κρεμόταν στην κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο (Karkavitsas) |
νεκρός με το κεφάλι ανοιγμένο ως το στόμα (Zalokostas) |
βαθιές ανοιγμένες πληγές
④ extended, stretched, spread (syn απλωμένος):
ένας αϊτός μ' ανοιγμένα φτερά |
παγόνι με ανοιγμένες τις φτερούγες σεριανάει |
ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές (Karkavitsas) |
οι βάρκες με τ' ανοιγμένα πανιά |
καράβια μ' ανοιγμένα πανιά αρμενίζανε στ' ανοιχτά (Panagiotop) |
poem κ' οι δυο, τα μάταια φτερά, είτε ανοιγμένα είτε κλειστά, | τα 'χετε από τη γη δεμένα (Malakasis)
ⓐ unfurled:
ανοιγμένη σημαία unfurled flag
ⓑ extended beyond one's capabidivties, overextended:
ο τάδε βρέθηκε ανοιγμένος -η -ο
⑤ in leaf or in flower, in bloom, blooming:
κλήμα ανοιγμένο |
ανοιγμένα λουλούδια
[fr MG ανοιγμένος, ppp of MG ανοίγω]
[...]
http://www.greek-language.gr