{η}  ανθρωπότητα Subst.  [anthropotita, anthrwpothta]

{die}    Subst.
(1648)

Etymologie zu ανθρωπότητα

ανθρωπότητα von μεταγενέστερο ἀνθρωπότης. Από το ἄνθρωπος.


GriechischDeutsch
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι ο πολιτισμός παίρνει διάφορες μορφές στο πέρασμα του χρόνου και από τόπο σε τόπο και ότι αυτή η πολυμορφία αποτυπώνεται στην πρωτοτυπία και τον πλουραλισμό των ταυτοτήτων καθώς επίσης και στην πολιτιστική έκφραση των λαών και των κοινωνιών που αποτελούν την ανθρωπότητα,IN ANBETRACHT DESSEN, dass die Kultur in Zeit und Raum vielfältige Formen annimmt und dass diese Vielfalt durch die Einzigartigkeit und Pluralität der Identitäten und kulturellen Ausdrucksformen der Völker und Gesellschaften verkörpert wird, aus denen die Menschheit besteht;

Übersetzung bestätigt

Οι εν λόγω εξαντλήσιμοι πόροι, των οποίων η αξία για την ανθρωπότητα αναγνωρίστηκε σε διάφορα διεθνή κείμενα, θα πρέπει να διαφυλαχθούν.Diese endlichen Ressourcen, deren Wert für die gesamte Menschheit in verschiedenen internationalen Rechtsakten anerkannt wurde, sollten bewahrt werden.

Übersetzung bestätigt

Τα δάση προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών οφελών, συμπεριλαμβανομένης της ξυλείας και μη ξυλωδών δασικών προϊόντων καθώς και περιβαλλοντικών υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την ανθρωπότητα, όπως της διατήρησης της βιοποικιλότητας και των λειτουργιών του οικοσυστήματος και της προστασίας του κλιματικού συστήματος.Wälder bieten vielfältigen ökologischen, wirtschaftlichen und sozialen Nutzen, darunter die Lieferung von Holz und anderen forstwirtschaftlichen Erzeugnissen und die Erbringung von Umweltleistungen, die für die Menschheit wesentliche Bedeutung haben, wie zum Beispiel die Erhaltung der biologischen Vielfalt und der Ökosystemfunktionen und den Schutz des Klimasystems.

Übersetzung bestätigt

Ως "διατήρηση" νοείται κάθε ενέργεια για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση των δασών, και ειδικά ενέργειες που αποσκοπούν στην προστασία και αποκατάσταση της βιολογικής ποικιλομορφίας, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών λειτουργιών του δασικού οικοσυστήματος, και παράλληλα στη, κατά το δυνατόν, διαφύλαξη της σημερινής και μελλοντικής πρακτικής της αξίας για την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα για τους κατοίκους των δασών."Erhaltung" alle Maßnahmen zum Schutz und zur Rehabilitation der Wälder, insbesondere Maßnahmen zum Schutz oder zur Wiederherstellung der Artenvielfalt und der ökologischen Funktionen des Waldökosystems, bei möglichst weitgehender Sicherstellung ihres gegenwärtigen und künftigen Nutzwertes für die Menschheit, insbesondere die Waldbevölkerung;

Übersetzung bestätigt

Ως "διατήρηση" νοείται κάθε εγχείρημα δραστηριότητα για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση των δασών, και ειδικά ενέργειες δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία και αποκατάσταση της βιολογικής ποικιλομορφίας, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών λειτουργιών του δασικού οικοσυστήματος, και παράλληλα στην, κατά το δυνατόν, διαφύλαξη της σημερινής και μελλοντικής πρακτικής της αξίας για την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα για τους κατοίκους των δασών από τα δάση εξαρτώμενους πληθυσμούς."Erhaltung" alle Maßnahmen zum Schutz und zur Rehabilitation der Wälder, insbesondere Maßnahmen zum Schutz oder zur Wiederherstellung der Artenvielfalt und der ökologischen Funktionen des Waldökosystems, bei möglichst weitgehender Sicherstellung ihres gegenwärtigen und künftigen Nutzwertes für die Menschheit, insbesondere für die Waldbevölkerung vom Waldökosystem abhängige Bevölkerung;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu ανθρωπότητα

ανθρωπότητα η [anθropótita] : το σύνολο των ανθρώπων επάνω στη γη, σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και γενικότερα, το ανθρώπινο γένος: H ανθρωπότητα κινδυνεύει να αφανιστεί από έναν πυρηνικό πόλεμο. Οι μεγάλοι εφευρέτες είναι ευεργέτες της ανθρωπότητας. Οι ναζί καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. H ιστορία / η εξέλιξη της ανθρωπότητας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωπότης, αιτ. -ητα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback