Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
ανασταίνω altgriechisch ἀνίστημι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανασταίνω | ανασταίνουμε, ανασταίνομε | ανασταίνομαι | ανασταινόμαστε |
ανασταίνεις | ανασταίνετε | ανασταίνεσαι | ανασταίνεστε, ανασταινόσαστε | ||
ανασταίνει | ανασταίνουν(ε) | ανασταίνεται | ανασταίνονται | ||
Imper fekt | ανάσταινα | ανασταίναμε | ανασταινόμουν(α) | ανασταινόμαστε, ανασταινόμαστησ | |
ανάσταινες | ανασταίνατε | ανασταινόσουν(α) | ανασταινόσαστε, ανασταινόσαστησ | ||
ανάσταινε | ανάσταιναν, ανασταίναν(ε) | ανασταινόταν(ε) | ανασταίνονταν, ανασταινόντανε, ανασταινόντουσαν | ||
Aorist | ανάστησα | αναστήσαμε | αναστήθηκα | αναστηθήκαμε | |
ανάστησες | αναστήσατε | αναστήθηκες | αναστηθήκατε | ||
ανάστησε | ανάστησαν, αναστήσαν(ε) | αναστήθηκε | αναστήθηκαν, αναστηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναστήσει έχω αναστημένο | έχουμε αναστήσει έχουμε αναστημένο | έχω αναστηθεί είμαι αναστημένος, -η | έχουμε αναστηθεί είμαστε αναστημένοι, -ες | |
έχεις αναστήσει έχεις αναστημένο | έχετε αναστήσει έχετε αναστημένο | έχεις αναστηθεί είσαι αναστημένος, -η | έχετε αναστηθεί είστε αναστημένοι, -ες | ||
έχει αναστήσει έχει αναστημένο | έχουν αναστήσει έχουν αναστημένο | έχει αναστηθεί είναι αναστημένος, -η, -ο | έχουν αναστηθεί είναι αναστημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναστήσει είχα αναστημένο | είχαμε αναστήσει είχαμε αναστημένο | είχα αναστηθεί ήμουν αναστημένος, -η | είχαμε αναστηθεί ήμαστε αναστημένοι, -ες | |
είχες αναστήσει είχες αναστημένο | είχατε αναστήσει είχατε αναστημένο | είχες αναστηθεί ήσουν αναστημένος, -η | είχατε αναστηθεί ήσαστε αναστημένοι, -ες | ||
είχε αναστήσει είχε αναστημένο | είχαν αναστήσει είχαν αναστημένο | είχε αναστηθεί ήταν αναστημένος, -η, -ο | είχαν αναστηθεί ήταν αναστημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανασταίνω | θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνομε | θα ανασταίνομαι | θα ανασταινόμαστε | |
θα ανασταίνεις | θα ανασταίνετε | θα ανασταίνεσαι | θα ανασταίνεστε, θα ανασταινόσαστε | ||
θα ανασταίνει | θα ανασταίνουν(ε) | θα ανασταίνεται | θα ανασταίνονται | ||
Fut ur | θα αναστήσω | θα αναστήσουμε, θα αναστήσομε | θα αναστηθώ | θα αναστηθούμε | |
θα αναστήσεις | θα αναστήσετε | θα αναστηθείς | θα αναστηθείτε | ||
θα αναστήσει | θα αναστήσουν(ε) | θα αναστηθεί | θα αναστηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστήσει θα έχω αναστημένο | θα έχουμε αναστήσει θα έχουμε αναστημένο | θα έχω αναστηθεί θα είμαι αναστημένος, -η | θα έχουμε αναστηθεί θα είμαστε αναστημένοι, -ες | |
θα έχεις αναστήσει θα έχεις αναστημένο | θα έχετε αναστήσει θα έχετε αναστημένο | θα έχεις αναστηθεί θα είσαι αναστημένος, -η | θα έχετε αναστηθεί θα είστε αναστημένοι, -ες | ||
θα έχει αναστήσει θα έχει αναστημένο | θα έχουν αναστήσει θα έχουν αναστημένο | θα έχει αναστηθεί θα είναι αναστημένος, -η, -ο | θα έχουν αναστηθεί θα είναι αναστημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανασταίνω | να ανασταίνουμε, να ανασταίνομε | να ανασταίνομαι | να ανασταινόμαστε |
να ανασταίνεις | να ανασταίνετε | να ανασταίνεσαι | να ανασταίνεστε, να ανασταινόσαστε | ||
να ανασταίνει | να ανασταίνουν(ε) | να ανασταίνεται | να ανασταίνονται | ||
Aorist | να αναστήσω | να αναστήσουμε, να αναστήσομε | να αναστηθώ | να αναστηθούμε | |
να αναστήσεις | να αναστήσετε | να αναστηθείς | να αναστηθείτε | ||
να αναστήσει | να αναστήσουν(ε) | να αναστηθεί | να αναστηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστήσει να έχω αναστημένο | να έχουμε αναστήσει να έχουμε αναστημένο | να έχω αναστηθεί να είμαι αναστημένος, -η | να έχουμε αναστηθεί να είμαστε αναστημένοι, -ες | |
να έχεις αναστήσει να έχεις αναστημένο | να έχετε αναστήσει να έχετε αναστημένο | να έχεις αναστηθεί να είσαι αναστημένος, -η | να έχετε αναστηθεί να είστε αναστημένοι, -ες | ||
να έχει αναστήσει να έχει αναστημένο | να έχουν αναστήσει να έχουν αναστημένο | να έχει αναστηθεί να είναι αναστημένος, -η, -ο | να έχουν αναστηθεί να είναι αναστημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανάσταινε | ανασταίνετε | ανασταίνεστε | |
Aorist | ανάστησε | αναστήστε | αναστήσου | αναστηθείτε | |
Part izip | Pres | ανασταίνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστήσει, έχοντας αναστημένο | αναστημένος, -η, -ο | αναστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστήσει | αναστηθεί |
ανασταίνω [anasténo] -ομαι Ρ αόρ. ανάστησα και ανέστησα, απαρέμφ. αναστήσει, παθ. αόρ. αναστήθηκα, γ' πρόσ. εν. (λόγ.) και ανέστη*, απαρέμφ. αναστηθεί, μππ. αναστημένος : 1.επαναφέρω στη ζωή ένα νεκρό: Ο Xριστός ανάστησε το νεκρό Λάζαρο. ΦΡ ανασταίνει και πεθαμένους, για πολύ έντονη αποτελεσματικότητα θετικού χαρακτήρα: Kρασί / άρωμα που ανασταίνει και πεθαμένους. || επανέρχομαι στη ζωή: Ο Xριστός αναστήθηκε τρεις μέρες μετά την ταφή του. (έκφρ.) ανασταίνεται κάποιος, συνέρχεται από λιποθυμία ή μακροχρόνια αρρώστια. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.