{το}  αναπόφευκτο Subst.  [anapofefkto, anapofeykto]

(2)

Etymologie zu αναπόφευκτο

αναπόφευκτο Maskulinum von αναπόφευκτος


GriechischDeutsch
Στο μέλλον, θα θεωρούμε τέτοιες καθυστερήσεις απαράδεκτες, παρότι αναγνωρίζουμε ότι είναι αναπόφευκτο να επεξεργαζόμαστε με πολύ πιο γοργούς ρυθμούς τέτοιου είδους θέματα, δεδομένου του έκτακτου χαρακτήρα τους.Künftig werden wir derartige Verzögerungen für inakzeptabel erachten, obgleich wir die Zwangsläufigkeit einer schnelleren Bearbeitung dieser Art Fragen ihren Ausnahmecharakter vorausgesetzt anerkennen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
αναπότρεπτο
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu αναπόφευκτο

αναπόφευκτο [anapófefkto] το, (& αναπόφευχτο)

the inevitable, inevitabidivty (near-syn το αναπότρεπτο):
το αναπόφευκτο συνέβη |
είναι τόσο βέβαιη για το αναπόφευκτο; |
ας υποταχθούμε στο αναπόφευκτογια να υποτάσσουμε κ' εμείς με τη σειρά μας στη θέλησή μας τα στοιχεία τα αναπόφευχτα για να ζούμε τη ζωή μας (Palam) |
ο αριθμός τους πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο αναπόφευκτο (Christidis AK) |
η τελευταία απόπειρα της πρωτεύουσας να προλάβει το αναπόφευκτο θα είναι η αποστολή στα Γιάννινα με αυτοκίνητο δύο αξιωματικών (Terzakis)
[fr kath το αναπόφευκτον, substantiv. n of kath αναπόφευκτος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback